καταφερής
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ές,
A going down, εὖτ' ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος when the sun is near setting, Hdt.2.63; of ground, sloping, X. Cyn.10.9, PLille 1v1 (iii B.C.); κ. ἐπί τι inclined towards... Hp.Art. 57; πρός τι, opp. εὐθεῖα, ib.75; κ. φυγή downhill, Plb.2.68.7; κ. κοιλία, of diarrhoea, Dieuch. ap. Orib.4.7.21: metaph., headlong, rapid, ῥύσις τῆς λέξεως D.H.Dem.40. II inclined, prone, esp. to sen- sual pleasures, εἰς λίθων βολάς prob. in Phld.Ir.p.31 W.; πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια, Plu.Alex.23, Ath.13.589d: abs., lecherous, D.L.4.40, Sor.1.38 (Comp.), Phot. s.v. μύραινα: freq. written κατωφερής (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
καταφερής: -ές, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, εὖτε ἂν κ. γίνηται ὁ ἥλιος, ὅταν ἐγγίζῃ εἰς τὴν δύσιν, Ἡρόδ. 2. 63· ἐπὶ ἐδάφους, πρανής, κατωφερής, ἐπικλινής, «τὰ καταφερῆ, τὰ ἀποκλίματα τῶν ὀρῶν, ἡ κλιτὺς» Ἡσύχ., Λατ. declivis· χωρίον κ. Ξεν. Κυνηγ. 10. 9· κ. ἐπί τι, κεκλιμένος πρός τινα τόπον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823· πρός τι, ἀντίθ. τῷ εὐθεῖα, αὐτόθι 836· κ. φυγὴ καὶ κρημνώδης, πρὸς τὰ κάτω, «τὸν κατήφορον», Πολύβ. 2. 68, 7· κατάβασις κ. ὁ 3. 54, αὐτ. 5· κ. κοιλία, ἐπὶ διαρροίας, Ὀρειβ. σ. 43 Matth.· μεταφ., ὁρμητικός, κατὰ κεφαλῆς φερόμενος, ἐπιτρόχαλος καὶ κ. ἡ ῥύσις τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Δημ. 40. ΙΙ. κεκλιμένος, ἐπιρρεπής, ἔχων κλίσιν ἢ ῥοπήν, ὡς τὸ Λατ. proclivis, pronus, ἰδίως πρὸς σαρκικὰς ἡδονάς, ἀπολαύσεις, πρὸς οἶνον, πρὸς τἀφροδίσια Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἀθήν. 589D· εἰς ἀφρ-, Γεωπ. 12. 23, 3· ἀπόλ., ἀσελγής, λάγνος, φειλομειράκιός τε ἦν καὶ κ. Διογ. Λ. 4. 40· ἀκρατεῖς καὶ κ. Ἀθήν. 281F, πρβλ. κατάφορος κατωφερής.