ἄνταρσις
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Sm.4 Ki.11.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνταρσις: -εως, ἡ, ἐξέγερσις, ἐπανάστασις, Σύμμ. Π. Δ. Βυζ.: ὡσαύτως, ἀνταρσία, ἡ, Βυζ.: - ἀντάρτης, ου, ἐπαναστάτης, Ἰω, Χρυσ., καὶ ἐπίθ., ἀνταρτικός, ή, όν, Βυζ.