τυραννοκτονία
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
ἡ,
A the slaying of a tyrant, Ph. ap. Eus.PE 8.14, J.AJ19.1.10, Plu.Pel.34, Luc. Tyr.22.
Greek (Liddell-Scott)
τυραννοκτονία: ἡ, ὁ φόνος τυράννου, Λουκ. Τυραννοκτόνος 22, Πλούτ., κλπ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.