ἀμφίτριψ

From LSJ
Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίτριψ Medium diacritics: ἀμφίτριψ Low diacritics: αμφίτριψ Capitals: ΑΜΦΙΤΡΙΨ
Transliteration A: amphítrips Transliteration B: amphitrips Transliteration C: amfitrips Beta Code: a)mfi/triy

English (LSJ)

ιβος, ὁ, (τρίβω)

   A rubbed all round: metaph., like περίτριμμα, practised knave, Archil.124, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 145] = vor., Theogn. II. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτριψ: ιβος, ὁ, (τρίβω) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ περίτριμμα, ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. αὐτόθι 3. 286, ὅστις ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.