καταγελάω

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελάω Medium diacritics: καταγελάω Low diacritics: καταγελάω Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΩ
Transliteration A: katageláō Transliteration B: katagelaō Transliteration C: katagelao Beta Code: katagela/w

English (LSJ)

fut.

   A -άσομαι Lys.3.9, late -γελάσω Hsch. s.v. κατακριδεύσει:— Pass., fut. -γελασθήσομαι Epict.Ench.22: pf. -γεγέλασμαι Luc.DMort.1.1: plpf. κατεγεγέλαστο Id.Icar.19:—laugh, jeer at, c. gen., Hdt.5.68, Ar.Ach.1081, And.4.29, Pl.Grg.482d: also c. dat., Hdt.3.37, 4.79, al.: abs., laugh scornfully, mock, E.IA372 (troch.), Ar. Eq.161, X.An.1.9.13, Pl.Prt.319c, D.21.151; ἅπαντες καταγελῶσιν, ὅταν τις . . Epicur.Nat.28.9; ἐπί τινι Them.Or.22.272b.    2 c. acc., laugh down, deride, E.Ba.286, LXXSi.7.11:—Pass., to be derided, ὑπό τινος A.Ag.1271, Ar.Ach.680; καταγελάμενος (Dor.pres. part. Pass.) ὑπὸ τῶν ἄλλων IG4.951.123 (Epid.); τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Th.3.83; τὸ καταγελᾶσθαι γὰρ πολὺ αἴσχιόν ἐστι Men.Epit.Fr.7, cf. Pl.Euthphr.3c, al.

German (Pape)

[Seite 1341] (s. γελάω), fut. καταγελάσομαι, act. nur Hesych., verlachen, verspotten, gew. τινός, Ar. Ach. 1080; κατεγέλασε τῶν Σικυωνίων Her. 5, 68; Plat. Gorg. 482 d u. öfter, wie Folgde; auch absol., sich ins Fäustchen lachen, Eur. I. T. 372 Ar. Equ. 161 Plat. Prot. 323 b Xen. An. 1, 9, 13; vgl. Buttm. zu Dem. Mid. p. 84, wo es übh. = lachen ist; auch τινί, Her. 3, 37. 155; ἐπί τινι, Themist.; c. accus., Eur. Bacch. 286; LXX.; pass., καταγελωμένην μέγα φίλων ὕπο Aesch. Ag. 1244, wie Ar. Ach. 680; τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Thuc. 3, 83; vgl. Plat. Rep. I, 330 d; καταγεγέλασται Luc. D. Mort. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καταγελάω: μέλλ. -άσομαι: παθ. πρκμ. -γεγέλασμαι:-ὡς καὶ νῦν, περιγελῶ, ἐμπαίζω, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 5. 68, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1081, Ἀνδοκ. 33. 6, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., π.χ. 3. 37, 38, 155., 4. 79, πρβλ. Schweigh. εἰς 7. 9, καὶ ἴδε καταείδω: -ἀπολ., γελῶ ἐμπαικτικῶς, περιγελῶ, Εὐρ. Ι. Α. 372, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13, Δημ. 563. 28 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), ἔνθα ἴδε Βουττμ. 2) μετ’αἰτ., σκώπτω, χλευάζω τινά, Εὐρ. Βάκχ. 286, Ἑβδ. (Σειράχ. 7. 11):-Παθ., καταγελωμένην μέγα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1271, Ἀριστοφ. Ἀχ. 680· τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83· τὸ καταγελᾶσθαι μὲν πολὺ αἴσχιστόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 3· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C, κ. ἀλλ.