ὁμαλίζω
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
English (LSJ)
X.Oec.18.5, Arist. (v. infr.) : fut.
A -ιῶ LXXIs.45.2, -ίσω Sm.Jb.39.10 : aor. ὡμάλισα LXXIs.28.25 :—Pass., pf. ὡμάλισμαι (v. infr.) : aor. ὡμαλίσθην Arist.Pol.1266b3 : fut. ὁμαλισθήσομαι ib.1265a40 : fut. Med. ὁμαλιεῖται in pass. sense, X.Oec.18.5 : (ὁμαλός) :—make even or level, τὴν γῆν Thphr.CP5.9.8, cf. Damox. 2.50 :—Pass., X. l.c., IG22.380.10, PPetr.2p.43 (iii B.C.). 2 level, equalize, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁ. ἢ τὰς οὐσίας Arist.Pol. 1266b30, cf. 1267b5 :—Pass., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης ib.1270a39 ; ὁμαλισθησομένη εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος ib.1265a40 ; πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Isoc.5.40, cf. 6.65. 3 reduce to a uniform mass, ρὰ σιτία καὶ τὸ ποτόν Diocl.Fr.141. II intr., to be or remain equal or equable, maintain one's level, Thphr.CP5.1.12, Mnesith. ap. Ath.5.357e, Plb.29.26.2, Phld.Po.5.9.
German (Pape)
[Seite 329] gleich, eben machen, Sp.; Xen. Oec. 18, 5 vom gleichmäßigen Ausdreschen oder Austreten des Getreides, ὁμαλιεῖται ὁ ἀλοητός; auch übertr., wie Arist. μᾶλλον γὰρ δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τὰς οὐσίας, pol. 2, 7, 8. – Bei Sp., wie Theophr., auch intr., gleich, eben sein.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμᾰλίζω: Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι αὐτόθι 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: (ὁμαλός). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ὁμαλιστέον, δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) ὁμαλύνω, ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης αὐτόθι 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος αὐτόθι 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ διαμένω ἴσος ἢ δύναμαι νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε.