γογγυσμός
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ὁ,
A murmuring, muttering, grumbling, Anaxandr.31, M.Ant.9.37, LXXEx.16.79, Act.Ap.6.1, Cat.Cod.Astr.7.139.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, das Murren, der Unwille, Anaxandr. in B. A. 87; LXX.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
γογγυσμός: ὁ, (γογγύζω) ψιθυρισμός, «μουρμούρισμα», Μ. Ἀντων. 9. 37, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιϚ΄, 7 – 9), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 1.