δημός
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ὁ,
A fat, βοῦν . . πίονα δημῷ Il.23.750, cf. Hes.Th.538, Ar.V. 40, etc.; δίπλακι δημῷ (of sacrificial meat) with fat above and fat below, Il.23.243; of men, κορέει κύνας ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ 8.380.
German (Pape)
[Seite 564] ὁ, Fett. Talg, Schmeer; Ableitung ungewiß; über den Accent-Unterschied zwischen δῆμος und δημός s. δῆμος zu Ende. – Fett von Menschen, Hom. Iliad. 8, 380. 11, 818. 13, 832. 21, 127. 204; von Ochsen Iliad. 8, 240. 23, 750; von Schaafen Iliad. 22, 501; von μήλοις Odyss. 9, 464; von μήλοις und Ochsen Iliad. 23, 168; ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων Odyss. 17, 241; von einem Schwein Odyss 14, 428; unbestimmt Iliad. 23, 243. 253. – Von einem Ochsen Hesiod. Th. 538; βόειον δημόν Aristoph. Fesp. 40: vom Aale Aristot. H. A. 8, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δημός: ὁ, (ἀβεβαίου ῥίζης) = πάχος, λίπος, τὸ ἐπίπλουν, βοῦν... πίονα δημῷ Ἰλ. Ν. 168, πρβλ. Ἡσ. Θ. 538, Ἀριστοφ. Σφ. 40, κτλ.· δίπλακι δημῷ, μὲ πάχος ἄνωθεν καὶ πάχος κάτωθεν, Ἰλ. Ψ. 243· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, κορέει κύνας ἠδ’ οἰωνοὺς δημῷ Θ. 380.