ἐνδύναμος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A mighty, Ps.-Ptol.Centil.38, Them.Or.34p.446Dind. Adv. -ως Gloss.
German (Pape)
[Seite 836] stark, kräftig, Sp. ouch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδύναμος: -ον, ἰσχυρός, δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken.