κατάκορος

From LSJ
Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκορος Medium diacritics: κατάκορος Low diacritics: κατάκορος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: katákoros Transliteration B: katakoros Transliteration C: katakoros Beta Code: kata/koros

English (LSJ)

ον,

   A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.; κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239 D.:—in Adv., of colours, deeply, κ. μέλας Gp.16.2.1.    II metaph., immoderate, κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2. Adv. -ρως, to excess, ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh.1408a33; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5; κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ.

German (Pape)

[Seite 1355] gesättigt, satt, auch überdrüssig, Sp.; besser κατακορής; von der Farbe, gesättigt, dunkel, Plat. Tim. 68 c; χρῶμα κατακορές dem ἀμαυρόν entggstzt S. Emp. pyrrh. 1, 105; Ggstz des Gemischten, rein, Arist. probl. 30, 1 u. Sp.; – übertrieben, unmäßig, παῤῥησία Plat. Phaedr. 240 e; Arist. rhet. 3, 3; πολὺς μὲν ἦν ἐν τούτοις καὶ κατακορής Pol. 40, 6, 3; κατάκοροι καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plut. Alex. 2; a. Sp. – Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich, τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem. 18, 182; im Uebermaß, Pol. 4, 12, 9; Plut. Cic. 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκορος: -ον, = κατακορής, Πολυδ. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. διάκορος·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. μέλας Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ κατακορής, ὑπερβολικὸς καὶ ὀχληρός, τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7.