διαβόητος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ον,
A noised abroad, famous, Plu.Lyc.5, Hdn. 4.4.8; ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.Luc.6, cf. X.Eph.1.2, D.Chr.3.72, Luc. Alex.4.
Greek (Liddell-Scott)
διαβόητος: -ον, περὶ οὗ μέγας θόρυβος γίνεται, ἐξάκουστος (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. περιβόητος καὶ ἐπιβόητος. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne).