Ἀχελῷος

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀχελῷος Medium diacritics: Ἀχελῷος Low diacritics: Αχελώος Capitals: ΑΧΕΛΩΟΣ
Transliteration A: Achelō̂ios Transliteration B: Achelōos Transliteration C: Acheloos Beta Code: *)axelw|=os

English (LSJ)

poet. Ἀχελώϊος, ὁ,

   A Achelous, name of several rivers, Il.21.194, 24.616, Hes. Th.340, Str.9.5.10, etc.    II in Poets, any stream: generally, water, S.Fr.5, E.Ba.625, Ar.Fr.351, Achae.9, Ephor.27.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀχελῷος: ποιητ. Ἀχελώιος, ὁ, ὄνομα διαφόρων ποταμῶν, ὁ γνωστότατος δ’ ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ ῥέων διὰ τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ἤδη καλούμενος Ἀσπροπόταμον, Ἰλ. Φ. 194, Ἡσ. Θ. 340· ἕτερος ἐν Φρυγίᾳ, Ἰλ. Ω. 616· ἄλλος ἐν Θεσσαλίᾳ, Στράβων 434. ΙΙ. παρὰ μεταγ. ποιητ. ἐσήμαινε πάντα ποταμὸν (πρβλ. Ἄναυρος), ἢ ἐν γένει τὸ ὕδωρ, Εὐρ. Βάκχ. 625, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 130, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 427C, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 866· οὕτως Οὐεργίλ. Acheloïa pocula, πρβλ. Ἐφορ. 27 Λοβ. Ἀγλαόφαμ. 2. 833.