διασφαλίζομαι
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
A secure firmly, Plb.5.69.2, Ph.Byz.Mir.4.2, Herod. Med. ap. Orib.8.7.3:—Pass., σιδήρῳ διησφαλισμένα J.AJ15.11.3.
German (Pape)
[Seite 605] 1) = simpl., Pol. 5, 69, 2. – 2) dazwischen befestigen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
διασφᾰλίζομαι: πρκμ. -ησφάλισμαι, ἀποθ., στερεῶς ἐξασφαλίζω, ὀχυρῶ, Πολύβ. 5. 69. 2, Φίλων Βυζ. π. τ. 7 Θεαμ. 4.