κτέανον

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτέᾰνον Medium diacritics: κτέανον Low diacritics: κτέανον Capitals: ΚΤΕΑΝΟΝ
Transliteration A: ktéanon Transliteration B: kteanon Transliteration C: kteanon Beta Code: kte/anon

English (LSJ)

τό, κτάομαἰ

   A = κτῆμα, Pi.P.1.2, Epic. ap. Sch.S.OC378 (Antim.(?)); κ. φιλίης, of a child, Epigr.Gr. 388 (Apamea).    2 usu. in pl. κτέανα, possessions, property, Hes. Op.315, Sol.4.12, Pi.O.3.42, N.9.32; δημοσίων κ. Xenoph.2.8; used in lyr. by A.Th.729, Ag.1573, E.Ion490; by S.(?) in hexam. ap. Sch.S.OC378 (cf. Fr.242); by Eub. in a mock heroic line, 139: in Prose, Hp.Ep.27; property in cattle, Theoc.25.109; cf. κτῆνος:— Hom. only in heterocl. dat. pl. κτεάτεσσι (cf. κτέαρ), Il.23.829, Od. 14.115, cf. Pi.O.5.24, E.Fr.791.3 (hex.): dat. pl. κτεάτοις Hdn.Gr. 2.936. (Cf. Avest. ςαετα- 'property', 'wealth'.)

German (Pape)

[Seite 1517] τό, Erwerb, Besitz, Vermögen; Hes. O. 317; öfter bei Pind. u. Tragg., κτεάνων τε μέρος βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι Aesch. Ag. 1555; sp. D., wie Theocr. 25, 109, von Viehheerden; poet. auch Luc. Alex. 24.

Greek (Liddell-Scott)

κτέᾰνον: τό, (κτάομαι) = κτῆμα, Πινδ. Π. 1. 2· κτέανον φιλίης Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 388. 2) ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον κτέανα, κτήματα, περιουσία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 313, Σόλων 3. 12, Πινδ. Ο. 3 75, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ἐν τοῖς χορικοῖς παρ᾿ Αἰσχύλ. Θήβ. 730, Ἀγ. 1573, Εὐρ. Ἴων 490 ὑπὸ τοῦ Σοφ. ἐν ἑξαμέτρῳ τινί, Ἀποσπ. 230· παρ᾿ Εὐβούλῳ ὡσαύτως ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ, ἐν Ἀδήλ. 16· ἐπὶ περιουσίας εἰς κτήνη συνισταμένης, Θεόκρ. 25. 109· ἴδε ἐν λεξ. κτῆνος· ― ὁ Ὅμ. ὡσαύτως μεταχειρίζεται τὴν ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. κτεάτεσσι (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτέαρ, ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Κοΐντ. Σμ. 4. 543, Ἀνθ.), Ἰλ. Ψ. 829, Ὀδ. Ξ. 115, πρβλ. Πινδ. Ο. 5. 56, κτλ.· οὕτω καὶ παρ᾿ Εὐρ. ἔν τινι ἑξαμέτρ., Ἀποσπ. 789. ― Ἑνικός τις τύπος κτέατον, μνημονευόμενος ὑπὸ Γραμμ., εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημένος, Λοβ. Παραλ. 176.