τρύβλιον
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
τό,
A cup. bowl, Ar.Eq.650, Av.77, al.; εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον Id.Ach.278; μισθοῦ τ. ῥοφῆσαι Id.Eq.905: also in later Gr., LXX Nu.7.13, al., Ev.Matt.26.23. II in Medic. prescriptions, a measure, = ὀξύβαφον 11, Hp.Int.1, Mul.2.109, Alex.142, Gal.19.752. III = κεραμεοῦν ἄγγος ἐπιδεχόμενον ὡς εἴκοσι ἀρτάβας, Ptol. Euerg.9J. [Proparox. acc. to Hdn.Gr.1.357, and so in Ar.ll. cc., LXX ll. cc. (cod. B), Suid.; τρυβλίον (s. v. l.) Hp. ll. cc., Gal.19.752, 753, Hsch., Gp.7.36.1.]
German (Pape)
[Seite 1155] τό (kein dim. u. dah. nicht τρυβλίον zu schreiben), eine Schaale, Schüssel, ein Trinkgeschirr; Ar. Av. 77 Ach. 278; κεραμεύειν τὰ τρύβλια, Eccl. 252. 847; Axionic. bei Poll. 10, 122; Ath. VI, 216; Luc. Tim. 54 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τρύβλιον: τό, πινάκιον, κοῦπα, ποτήριον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 648, Ὄρν. 77, κ. ἀλλ.· εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 278· μισθοῦ τρ. ῥοφῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 905. ΙΙ. ἐν ταῖς ἰατρ. συνταγαῖς ἦτο μέτρον χωροῦν ὅσον καὶ ἡ κοτύλη, Ἱππ. 531. 51, Γαλην. τ. 13. σ. 976, 980, 9, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· - ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, περὶ δὲ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 119. 19.