περιπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπήγνῡμι Medium diacritics: περιπήγνυμι Low diacritics: περιπήγνυμι Capitals: ΠΕΡΙΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: peripḗgnymi Transliteration B: peripēgnymi Transliteration C: peripignymi Beta Code: periph/gnumi

English (LSJ)

and περιπηγνύω (Plu.2.433b) : also περιπήττω (v. infr.) :—

   A fix round, fence round, c. acc. loci, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Pi.O.10(11).45 ; π. τῷ σώματι Χιτῶνα Plu.2.966d :—Pass. with pf. περιπέπηγα, αἷς π. ἡ σαρκώδης οὐσία Gal.18(2).597 ; περιπησσέσθωσαν σανίδες Apollod. Poliorc.173.13 ; περιπαγῆναί τινι τὸν αὐχένα to have one's neck fixed in it, Ar.Fr.301.    2 make to congeal round, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Plu.2.433b :—Pass. with pf. intr. -πέπηγα, τὰ ὑποδήματα π. are frozen on the feet, X.An.4.5.14 ; περιπήττεται τὸ ὕδωρ τινί Str.12.5.4 ; τὸ δάκρυον [τῆς ἀμπέλου] π. τοῖς στελέχεσι Dsc.5.1 ; of a coated tongue, Gal.17(2).277 : metaph., τἀγαθῷ -πεπηγός Dam.Pr.70.

German (Pape)

[Seite 587] und περιπηγνύω (s. πήγνυμι), rings herum, darüber, daran befestigen; Pind. in tmesi, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν, Ol. 11, 47, einhägend; einfugen; darum, darüber gerinnen, gefrieren, hart werden lassen, u. pass. ringsum fest werden, gerinnen, frieren, τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο Xen. An. 4, 5, 14, u. Sp.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 113.

Greek (Liddell-Scott)

περιπήγνῡμι: καὶ -ύω (Πλούτ. 2. 423Α)· ὡσαύτως περιπήττω (ἴδε ἐν τέλ.)· μέλλ. -πήξω. Ἐμπήγω ὁλόγυρα ἢ στερεώνω, σχηματίζω φραγμὸν ὁλόγυρα, μετ’ αἰτ. τόπου, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν Πινδ. Ο. (11). 54· π. τῷ σώματι χιτῶνα Πλούτ. 2. 966D· ― Παθ., μετὰ πρκμ., περιπέπηγα, ἄγκιστρα περιπαγέντα (περιπαρέντα Herch.) τοῖς ἰχθύσι Αἰλ. π. Ζ. 15. 10· αἷς περιπέπηγεν ἡ σαρκώδης οὐσία Γαλην. τ. 6, σ. 772, 1· ― περιπαγῆναί τινι αὐχένα, περισφιγχθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 286. 2) κάμνω ὥστε νὰ πήξῃ ἢ στερεωθῇ ὁλόγυρα, τὴν τέφραν τῷ βωμῷ Πλούτ. 2. 433Β. ― Παθ., τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο, ἐπήγνυντο (ἐπάγωναν) περὶ τοὺς πόδας, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 14· τὸ ὕδωρ περιπήττεταί τινι Στράβ. 568.