ἐπίηρα

From LSJ
Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίηρα Medium diacritics: ἐπίηρα Low diacritics: επίηρα Capitals: ΕΠΙΗΡΑ
Transliteration A: epíēra Transliteration B: epiēra Transliteration C: epiira Beta Code: e)pi/hra

English (LSJ)

φέρειν,

   A = ἦρα φέρειν or ἦρα ἐπιφέρειν, bring one acceptable gifts, render service, ἐπίηρα φέροντα S.OT1094 (lyr.), cf. Rhian.1.21; ἐπίηρα φέρεσθαι A.R.4.375; δέχθαι AP13.22 (Phaedim.); ἐπίηρα, as Adv., = χάριν, for the sake of, Antim.87; ὃς κακὰ πόλλ' ὑπέμεινε μιῆς ἐ. θυγατρός PHamb.22.2(iv A.D.).    II. sg.ἐπίηρος pleasant, grate ful, χθών Emp.96.1; γέρας Simm.6.3: Comp. ἐπιηρέστερος Epich. 186. Cf. ἦρα, ἐπιήρανος.

German (Pape)

[Seite 941] φέρειν τινί, oder ἐπιῆρα φέρειν τινί, oder ἐπὶ ἦρα φέρειν τινί, Iliad. 1, 572. 578, Jemandem gefällig sein, χαρίζεσθαί τινι; s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 111 Buttmann Lexik. 2. Aufl. Bd. 1 S. 149 ff; Apoll. Lex. Homer. ed. Bekk. p. 73, 11; Scholl. Iliad. 1, 572. – Soph. O. R. 1094; – = χαρίζομαι auch Rhian. 1 (Stob. fl. 4, 34 E.); ἐπίηρα φέρεσθαι, Lohn davontragen, Ap. Rh. 4, 375, wie ἐπίηρα δέχθαι, Phaedim. 1 (XIII, 22). – Vgl. ἦρα und ἐπίηρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίηρα: φέρειν = ἦρα φέρειν ἢ ἦρα ἐπιφέρειν, φέρω εἴς τινα ἀρεστά, εὐπρόσδεκτα δῶρα· πράττω τι χαριζόμενός τινι, χαρίζεσθαι ἐπίηρα φέροντα Σοφ. Ο. Τ. 1095, πρβλ. Ριαν. παρὰ Στοβ. τίτλ. 4. 34· ἐπίηρα φέρεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 375· δέχθαι Ἀνθ. Π. 13. 22:- ἐπίηρα ὡς ἐπίρρ., χάριν, πρὸς χάριν, τινός, Νόνν. μεταφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, στ. 46. ΙΙ. ἑνικὸς ἐπίηρος, εὐχάριστος, εὔχαρις ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 211· τὸ οὐδέτ. ἐν τῇ Μικρᾷ Ἰλιάδι Λέσχεω Μυτιληναίου (Ἀποσπ. Ὁμ. 56)· ἐπίηρον ἀμειβόμενοι γέρας ἀνδρί·- συγκρ. ἐπιηρέστερος ἐν Ἐπιχ. παρ’ Εὐστ. 1441, 15.- Πρβλ. ἦρα, ἐπιήρανος. (Ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λ. ἦρα 8, ἀπορρίπτει τὴν λέξιν παρ’ Ὁμ., ἀναγιγνώσκων ἐπὶ ἦρα φέρειν, ὃ ἐ. ἦρα ἐπιφέρειν, ἴδε ἐν λέξει ἦρα· ἀλλὰ τὸ ἐπίηρα (πρβλ. τὸ σύνθετον ἐπιήρανος) πρέπει πιθανῶς να τηρηθῇ παρὰ τοῖς μεταγενετέροις).