κλειστός
English (LSJ)
Ion. κληϊστός, old Att. κλῃστός, ή, όν,
A that can be shut or closed, κληϊσταὶ σανίδες Od.2.344; χῶμα γαίας κ. E.Fr.617, βεβαίως κ. Th.2.17; κ. λιμήν Id.7.38; κ. ἀναβάσεις Aen.Tact.22.19, cf. Str.14.6.3, Scyl.29, al.; κ. ὕδωρ Aristobul.35 J.; θυρίδες κ. D.S.20.85, cf. Luc.VH1.24, Philostr.Im.1.13. 2 closed, διώρυγες Str.15.1.50, al.
German (Pape)
[Seite 1448] verschließbar; θυρίδες D. Sic. 20, 85; ion. u. ep. κληϊστός, z. B. σανίδες Od. 2, 344; altatt. κλῃστὸς λιμήν Thuc. 2, 94. 7, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κλειστός: Ἰων. κληϊστός, ἀρχ. Ἀττ. κλῃστός, ή, όν, ὃν δύναταί τις νὰ κλείσῃ ἢ ὁ κεκλεισμένος, κληισταὶ σανίδες Ὀδ. Β. 344· κλῃστὸν δῶμα Εὐρ. Πέλ. 3· βεβαίως κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· κλῃστὸς λιμὴν ὁ αὐτ. 7. 38, πρβλ. Στράβ. 682, Σκύλακος Περίπλ. σ. 22 ἴδε ἐν λ. κλῇσις· θυρίδες κλεισταὶ Διόδ. 20. 85.