Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
adj.
P. and V. πρόθυμος, ἔντονος, σύντονος, θερμός, ὀξύς, σπουδαῖος (Soph., Frag.), Ar. and V. θούριος, V. αἴθων, θοῦρος, Ar. and P. ἰταμός, P. σφοδρός.
Bold: P. and V. θρασύς, τολμηρός.