ὑπόχρεως
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ων, gen. ω (masc. and fem.) BGU239.5 (ii A. D.), PFlor. 86.13 (i A. D.): also ὑπόχρεος, ον, IG22.1132.22 (Decr. Amphict., iii B. C.); gen. ου Sammelb.4415.8 (ii A. D.): pl. ὑπό-χρεοι, -χρέους, Plb.9.29.7, D.H.4.10: (χρέος):—
A indebted, in debt, Ar.Nu.242; ὁ δῆμος ὑ. τῶν πλουσίων in their debt, Plu.Sol.13. 2 ὑ. τινί dependent upon him, Plb.6.17.1, cf. 4.51.2. 3 of property, involved, encumbered, Is.10.16,17(sed leg. ὑπέρχ-), D.49.11, 50.61. 4 obliged, bound, c. gen., φιλίας καὶ χάριτος ὑ. bound by ties of love and favour past, Plu.Pomp.76, cf. D.S.19.44: also c. dat., ὑ. χάριτι Plb. 21.19.10, cf.9.29.7.
German (Pape)
[Seite 1240] ων, gen. ω, verschuldet; Ar. Nubl. 242; κλῆρος Is. 10, 16; οὐσία ib. 17; im Ggstz von ἐλεύθερος Pol. 27, 6,12; τῶν πλουσίων, Schuldner, Plut. Sol. 13. – Uebh. verpflichtet, verbindlich, ὑπόχρεως φιλίας καὶ χάριτος, wegen genossener Liebe u. Huld verpflichtet od. zu Liebe u. Dank verpflichtet, Plut. Pomp. 76; vgl. Pol. 4, 51, 2. 9, 29, 7; auch τῇ μεγίστῃ χάριτι γεγονότες ὑπόχρεοι ἐκείνοις, 22, 2,10.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχρεως: -ων, γεν. -ω· ὁ πληθ. παρὰ μεταγεν. ὑπόχρεοι, -χρέους, Πολύβ. 9. 29, 7, Διονύσ. Ἁλ. 4. 10· (χρέος)· ― ὁ ὑπὸ χρέος διατελῶν, χρεωμένος, πόθεν δ’ ὑπόχρεως σαυτὸν ἔλαθες γενόμενος; Ἀριστοφ. Νεφ. 242· ― χρεώστης τινος, δῆμος ἦν ὑπόχρεως τῶν πλουσίων Πλουτ. Σόλων 13. 2) ὑπ. τινι, ἐξηρτημένος ἔκ τινος, ὑπόλογος, Λατ. obnoxius alicui, πάλιν ὁ δῆμος ὑπόχρεως τῇ συγκλήτῳ Πολύβ. 6. 17, 1, πρβλ. 4. 51, 2. 3) ἐπὶ περιουσίας, «χρεωμένος», βεβαρημένος, Λατ. obaeratus, Ἰσαῖος 81. 21 καὶ 26, Δημ. 1187. 18., 1225. 10. 4) «ὑποχρεωμένος», μετὰ γεν., ὑπ. φιλίας καὶ χάριτος, ὑποχρεωμένος διὰ τῶν δεσμῶν φιλίας καὶ εὐνοίας δειχθείσης ἄλλοτε, Πλουτ. Πομπ. 76· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὑπ. χάριτι Πολύβ. 22. 2, 10, πρβλ. 9. 29, 7.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
1 chargé de dettes;
2 redevable, qui a des obligations à : χάριτος PLUT qui a une dette de reconnaissance.
Étymologie: ὑπό, χρέος.