ψακάς

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰκάς Medium diacritics: ψακάς Low diacritics: ψακάς Capitals: ΨΑΚΑΣ
Transliteration A: psakás Transliteration B: psakas Transliteration C: psakas Beta Code: yaka/s

English (LSJ)

Ion. and later (cf. Moer.p.419 P.) ψεκάς, άδος, ἡ:—

   A drop of rain, ὅταν μὲν κατὰ μικρὰ φέρηται, ψακάδες, ὅταν δὲ κατὰ μείζω μόρια, ὑετὸς καλεῖται Arist.Mete.347a11, cf. 348a7, al.; particle, ib.373b16: mostly collect., drizzle, ψακὰς δὲ λήγει, i. e. heavy rain (ὄμβρος) is coming, A.Ag.1534 (lyr.); opp. ὑετοί, X.Cyn.5.4 (pl.); ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Hdt.3.10: generally, rain, ὑπὸ στέγῃ πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr.636, cf. E.Hel.2, Ar.Th.856; so ψεκάς Hp.Epid.2.3.1: ψεκάδες showers, Gal.17(1).37; also φοίνισσα ψακάς a shower of blood, Simon.106; βάλλει μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου A.Ag.1390; Βρομίου ψακάδεσσι, i. e. drops of wine, Critias 1.10.    2 Comic name for a sputterer, Ar.Ach.1150 (lyr.), cf. Suid. s.v.    II metaph. of solids, ἀργυρίου μηδὲ ψακάς not a drop of money, Ar.Pax121; [ψάμμου] ψεκάς grains of sand, AP12.145. (ψακάς prob. by assimilation from ψεκάς.)

German (Pape)

[Seite 1390] άδος, ἡ, später ψεκάς, jeder kleine abgeriebene, abgebrochene Theil eines Körpers, Körnchen, Krümchen, Bröckchen, Stäubchen; ἀργυρίου μηδὲ ψακάς Ar. Pax 120, auch nicht ein Körnchen; bes. vom seinen Staubregen, ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Her. 3, 163 (was bei Ael. H. A. 6, 41 ῥανίσι λεπταῖς heißt); Ggstz ὑετός Xen. Cyn. 5, 4; πυκινῇ τεγγομένη ψακάδι Philodem. 5 (V, 120); vgl. Antiphil. 44 (IX, 546); ψακάδα φοίνισσαν Simonds. 48 (VII, 443), vergossener Blutstropfen, wie βάλλει μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Aesch. Ag. 1363. – Komisches Beiw. eines Menschen, der im Sprechen sprudelt und seine Nachbarn bespritzt, Ar. Ach. 1150, vgl. Poll. 6, 145.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰκάς: μεταγεν. καὶ (κατὰ Μοῖριν 439) ἧττον Ἀττικ. ψεκάς, άδος, ἡ· (ψάω)· ― μικρόν τι τεμάχιον διὰ τῆς τριβῆς ἀποχωρισθέν, κόκκος μικρός, ψιχίον, μόριον, ἀργυρίου μηδὲ ψακάς, μηδὲ κόκκος ἀργυρίου, ὡς τὸ μηδὲ γρῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 121· ὡς περιληπτικόν, ψάμμου ψεκάς, κόκκος ἄμμου, Ἀνθ. Π. 12. 145· ἀλλά, ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὑγρῶν, μικρὰ σταγὼν βροχῆς, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 5· ὅταν μὲν κατὰ μικρὰ μόρια φέρηται, ψακάδες, ὅταν δὲ κατὰ μείζω μόρια, ὑετὸς καλεῖται αὐτόθι 1. 9, 6, πρβλ. 1. 12, 3· κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς περιληπτικόν, βροχή, λεπτή, «ψηχάλα», ψακὰς δὲ λήγει, δηλ. μεγάλη βροχὴ (ὄμβρος) ἐπέρχεται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1534· ἀντίθετον τῷ ὑετός, Ξεν. Κυνηγ. 5, 4· ὔσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Ἡρόδ. 3. 10 (ὅπερ ὁ Αἰλ. ἐκφέρει διὰ τοῦ ῥανίδες λεπταί)· ― καθόλου, βροχή, ὑπὸ στέγῃ πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος Σοφ. Ἀποσπ. 563, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 2, Ἀριστοφ. Θεσμ. 856· ― φοίνισσα ψακάς, βροχὴ αἵματος, Σιμωνίδ. 111· βάλλει μ’ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390. 2) κωμικὸν ὄνομα ἀνθρώπου οὗ ἐκφεύγει τὸ σίαλον κατὰ τὴν ὁμιλίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 760.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
toute chose menue, particul. :
1 grain, miette, parcelle;
2 goutte de pluie ; pluie ; particul. petite pluie fine.
Étymologie: ψάω.