ἀμφίκυρτος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ον,
A convex on each side, like the moon in her second or third quarter, gibbous, Arist.Cael.291b20, Thphr.Sign.56, Plu.2.381d. 2 doubly convex, of a curvilinear angle, opp. ἀμφίκοιλος, Procl.in Euc.Def.8p.127F., al.; γραμμαί Gal.2.673; λεπίδες Ph.Bel.70.23.
German (Pape)
[Seite 140] von beiden Seiten gekrümmt, σελήνη. wenn der Mond noch nicht halbvoll ist, Luc. Icarom. 20 u. Plut. Sept. Sap. Conv. 14 A. de am. procr. 31 – Als Erkl. des vor., Ath. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκυρτος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν κυρτός, ὡς ἡ σελήνη κατὰ τὸ τρίτον αὑτῆς τέταρτον, Ἀριστ. Οὐρ. 2. 11, 2, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδ. 4. 7, Πλούτ., κτλ., πρβλ. μηνοειδής, διχότομος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux cornes (lune au premier quartier).
Étymologie: ἀμφί, κυρτός.