κηφήν

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηφήν Medium diacritics: κηφήν Low diacritics: κηφήν Capitals: ΚΗΦΗΝ
Transliteration A: kēphḗn Transliteration B: kēphēn Transliteration C: kifin Beta Code: khfh/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ,

   A drone, Diph.126.7, Arist.HA553b5, 624b12; κηφήνεσσι εἴκελος ὀργήν, of a lazy vagabond, Hes.Op.304, cf.Th.595, Ar.V.1114; ὡς ἐν κηρίῳ κ. ἐγγίγνεται Pl.R.552c; of literary plagiarists, AP7.708 (Diosc.), Plu.2.42a: metaph., of worn-out, decrepit persons, ποῦ γαίας δουλεύσω γραῦς, ὡς κ.; E.Tr.192(lyr.), cf. Ba.1365; cf. κόθουροι:—also καφάν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1436] ῆνος, ὁ, die Drohne im Bienenstock, die nicht arbeitet u. doch mitzehrt u. keinen Stachel hat, Arist. H. A. 5, 22; vgl. Ar. Vesp. 1114; dah. häufig als Sinnbild der Trägheit, die frech dem Verdienste den mühvoll erarbeiteten Lohn entreißt, sich aneignet, was dem Würdigeren gebührt; ὅς κεν ἀεργὸς ζώῃ κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὁρμήν Hes. O. 302; Th. 595; vgl. Plat. Rep. VIII, 552 c; ὥςπερ κηφῆνες δαπάνῃ μόνον ζημιοῦν τοὺς κοινωνούς Xen. Cyr. 2, 2, 25; Sp. Auch ποῦ γαίας δουλεύσω γραῦς ὡς κηφήν, Eur. Troad. 191, d. i. alt, entkräftet, unfähig zur Arbeit, wie ὄρνις Bacch. 1362, dem vor Alter u. Entkräftung die Schwung- u. Schwanzfedern ausgefallen sind. Bei Diosc. 30 (VII, 708) von einem guten Dichter οὐ κηφῆνα παλίμπλυτον, ἀλλά τι τέχνης ἄξιον ἀρχαίης λείψανον, der nicht, ohne eigne Thätigkeit u. dichterische Kraft, nur Andern nachbetet, Alles aufwärmt; vgl. Plut. de and. 6. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κηφήν: ῆνος, ὁ, κατὰ τοὺς ἀρχαίους οἱ ἄρρενες τῶν μελισσῶν ἐκαλοῦντο κηφῆνες· οὗτοι μένουσιν ἐν τῇ κυψέλῃ ἄεργοι καὶ ἐσθίουσι τὸ μέλι ὅπερ παρασκευάζουσιν αἱ ἐργατικαὶ μέλισσαι· εἶναι δὲ ἄκεντροι, Λατ. fucus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 1., 9. 40, 11, 18, 24 κἑξ.· χρησιμεύει δὲ μεταφ. ὡς παρομοίωσις ἐπὶ ὀκνηροῦ καὶ λαιμάργου ἀνθρώπου μηδόλως ἐργαζομένου ὅπως κερδήσῃ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 302, πρβλ. Θεογ. 595, Ἀριστοφ. Σφ. 1114, κἑξ.· ὡς ἐν κηρίῳ κ. ἐγγίγνεται Πλάτ. Πολ. 552C· ἐπὶ τῶν κλεπτόντων ξένας ἰδέας συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 7. 708, Πλούτ. 2. 42Α· μεταφορ., ὡσαύτως, ἐπὶ γεγηρακότων καὶ ἐξησθενωμένων ἀνθρώπων, ποῦ γαίας δουλεύσω γραῦς, ὡς κηφήν...; Εὐρ. Τρῳ. 191, πρβλ. Βάκχ. 1364, ἔνθα ἴδε Musgrav. ― Ὡς μὴ ἔχοντες κέντρα ἐκαλοῦντο κόλουροι ἢ κόθουροι, κολοβοί, Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
frelon, bourdon, insecte ; fig. qui exploite le travail des autres.
Étymologie: DELG rien de sûr -- Babiniotis pê apparenté à κωφός.