ἀπολυτρόω
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
A release on payment of ransom, Men.Mis.21: c. gen. pretii, ὡς ἐχθροὺς ἀ. τῶν μακροτάτων λύτρων Pl.Lg.919a, cf. Philipp. ap.D.12.3; restore for a ransom, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς Plb.2.6.6, cf. J.BJ2.14.1:—Med., Polyaen.5.40.
German (Pape)
[Seite 313] für Lösegeld freigeben, τινά τινος, wofür, Plat. Legg. XI, 919 a; Ep. Philp. bei Dem. 12, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυτρόω: ἐλευθερῶ διὰ λύτρων, καταβάλλω τὰ λύτρα καὶ ἐλευθερῶ τινα, μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὡς ἐχθροὺς ἀπ. τῶν μιαρωτάτων λύτρων Πλάτ. Νόμ. 919Α, πρβλ. Φιλιππ. παρὰ Δημοσθ. 151. 15: ― Μέσ., Πολύαιν. 5, 40.