ἀδιάκριτος
English (LSJ)
ον,
A undistinguishable, mixed, Hp.Coac.570; αἷμα Arist.Somn.Vig.458a21 (Comp.); not discriminated, Dam.Pr.35. Adv. -τως without distinction, in common, Ph.Fr.105 H., Hierocl.in CA12p.446M., Iamb.Myst.4.1, Just.Nov. 89.7. b promiscuous, ἐπιμιξίαι D.H.19.1. 2 unintelligible, Plb.15.12.9. 3 undecided, Luc.JTr.25, OGI509.8 (Aphrodisias). 4 Act., not making due distinctions, τὸ -τον Ph.2.664. 5 Adv. -τως without examination, POxy.715.36 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάκρῐτος: -ον, ἀδιαχώριστος, ὁ μὴ διακρινόμενος, ἀνάμικτος, Ἱππ. Κωακαὶ Προγν. 213· αἷμα, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 29: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ διακρίσεως, ἀπὸ κοινοῦ, Λατ. temere, Ἐκκλ. 2) ἀκατανόητος, ἀδιανόητος, Πολύβ. 15. 12, 9. 3) ἀναποφάσιστος, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non décidé.
Étymologie: ἀ, διακρίνω.