ὀκρυόεις

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκρῠόεις Medium diacritics: ὀκρυόεις Low diacritics: οκρυόεις Capitals: ΟΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: okryóeis Transliteration B: okryoeis Transliteration C: okryoeis Beta Code: o)kruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = κρυόεις, chilling, horrible, πολέμου . . ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.64 ; ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (Helen loq.) 6.344 ; ὀ. φόβος A.R.2.607 ; ὀ. βᾶρις, of Charon's boat, AP7.67 (Leon.) ; ἀταρπιτὸς ὀ. Parm.(?)20 ; ὀκρυόειν ἔδαφος Eleg.Alex.Adesp. 1.7. (Freq. confused with ὀκρυόεις : ὀκρυόεις may have arisen from an early mistake in the division of words in Hom. (leg. ἐπιδημίοο κρυόεντος, κακομηχάνοο κ.) ; or ὀκ. may be cogn. with Skt. άσρυ, Lith. ašara 'tear', and the Adj. would then mean tearful.)

German (Pape)

[Seite 317] εσσα, εν (κρύος), wie κρυερός, kalt, Schauder erregend, fürchterlich; πόλεμος, Il. 9, 64; auch Helena sagt von sich ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, 6, 344; oft bei sp. D.; φόβος, Ap. Rh. 2, 607; ὀκρυόεσσα βᾶρις, vom Nachen des Charon, Leon. Tar. 59 (VII, 67), u. so öfter von Allem, was sich auf Tod und Unterwelt bezieht; es ist übrigens oft mit ὀκριόεις verwechselt, mit dem es allerdings auch einige Aehnlichkeit in der Bedeutung hat, obgleich es nie von körperlicher Rauhheit oder Unebenheit gebraucht wird.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκρυόεις: εσσα, εν, ἀντὶ κρυόεις μετὰ εὐφων. ο, = κρυερός, «κρύος», ψυχρός, τρομερός, πολέμου ... ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Ἰλ. Ι. 64· κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Ζ. 344· οὕτως, ὀκρ. φόβος Ἀπολλ. Ρόδ. Β 607· ὀκρυόεσσα βᾶρις, ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, Ἀνθ. Π. 7. 67. (ὀκρυόεις καὶ ὀκριόεις συχνάκις συγχέονται, ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. Τ. 4. 649). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀκρυόεν· φρικῶδες».

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui donne le frisson, effrayant, horrible.
Étymologie: ὀ- prosth., κρυόεις.