χιλιοστύς
From LSJ
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A body of a thousand, X.Cyr.2.4.3, 6.3.13.31.
German (Pape)
[Seite 1356] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιοστύς: -ύος, ἡ, σῶμα στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
corps de mille hommes.
Étymologie: χίλιοι.