κύκλιος

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύκλιος Medium diacritics: κύκλιος Low diacritics: κύκλιος Capitals: ΚΥΚΛΙΟΣ
Transliteration A: kýklios Transliteration B: kyklios Transliteration C: kyklios Beta Code: ku/klios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Eup.5 D.), (κύκλος)

   A round, circular, ἀσπίς Archestr.Fr.13.3; ὕδωρ κύκλιον, of the Delian lake (cf. τροχοειδής), E.IT1104 (lyr.).    II κύκλιος χορός, ὁ, ci cular or cyclic chorus, prop. of any which were danced in a ring round an altar, chiefly used of dithyrambic choruses, opp. those which were arranged in a square (τετράγωνοι Timae.44), Ar.Nu.333, Ra.366, Fr.149.10, X.Oec. 8.20, Aeschin.3.232, etc.; ἐν τῷ ἀγῶνι τῶν κ. χορῶν Schwyzer 91.26 (Argos, iii B.C.); τῶν κ. (without χορῶν) Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B.C.), cf. Inscr.Cos13.4; ἐν τοῖς κ. ἀγῶσιν OGI213.38 (Didyma, iv/ iii B.C.); invented by Arion, Arist.Fr.677: hence κύκλιον ὠρχήσαντο Call.Del.313; εἱλισσόμεναι κύκλια E.IA1055 (lyr.).    2 κ. μέλη dithyrambs, Ar.Av.918; κύκλιος ἀναβολή Eup.l.c.    3 = κυκλικός 11, AP11.130 (Poll.).    4 = χορίαμβος, Sch.Heph.p.303 C.    III name of month at Epidaurus, IG42(1).115.23 (iv/iii B.C.), al.    IV κυκλίῳ, = κύκλῳ, c.gen. (cf. κύκλος 1), BGU938.4 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1526] α, ον, auch 2 Endgn, = κυκλικός, τὸ κύκλιον = κύκλος, Eur. I. A. 1056; κύκλιοι ποιηταί, Pollian. 1 (XI, 130). – Bes. κύκλιοι χοροί, ursprünglich alle Reigentänze, welche unter Gesang im Kreise um den Altar einer Gottheit getanzt wurden; bes. aber die zu Ehren des Dionysus gefeierten, u. deshalb = διθύραμβος, so Ar. Nubb. 333. 366; Plat. Ax. 371 d;. Aesch. 3, 232 u. A.; vgl. Ath. IV, 181; σὸν περὶ βωμὸν ἐγειρομένου κιθαρισμοῦ κύκλιον ὠρχήσαντο Callim. Del. 313. Dahin gehören auch die κύκλιοι αὐληταί bei Luc. salt. 2, wo κυκλικοί die gew. Lesart ist. Vgl. κύκλιοι αὐλοί bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κύκλιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ἠλ. 1312· (κύκλος)· ― στρογγύλος, κυκλοτερής, ἀσπὶς Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 320Β· ὕδωρ κύκλιον, ἐπὶ τῆς λίμνης τῆς Δήλου (πρβλ. τροχοειδής), Εὐρ. Ι. Τ. 1104, ἔνθα ἴδε Δινδ. ΙΙ. κύκλιος χορός, ὁ κυκλικός, χορὸς δηλ. ὃν ἐχόρευον ἐν κύκλῳ πέριξ βωμοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λέγεται ἐπὶ τῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Βάκχου διθυραμβικῶν χορῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐν τετραγωνικῷ σχήματι σχηματιζομένους, οἵτινες ἐκαλοῦντο τετράγωνοι, Τίμαι. παρ’ Ἀθην. 181C), Ἀριστοφ. Νεφ. 333, Βάτρ. 366, Ἀποσπ. 198. 10, Αἰσχίν. 87. 5, κτλ.· νικᾶν κυκλίῳ χορῷ Συλλ. Ἐπιγρ. 219· ― ἡ ἐπινόησις αὐτῶν ἀπεδίδετο εἰς τὸν Ἀρίονα, Ἀριστ. Ἀποσπ. 627· ― ὅθεν, κύκλιον ὀρχήσασθαι Καλλ. εἰς Δῆλ. 313· εἱλίσσεσθαι κύκλια Εὐρ. Ι. Α. 1056· πρβλ. κύκλος ΙΙΙ. 2, κυκλικὸς ΙΙΙ, ἐγκύκλιος. 2) κ. μέλη, διθύραμβοι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 918.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
rond, circulaire : κύκλιος χορός XÉN danse en rond, ronde ; adv. • κύκλια εἱλίσσεσθαι EUR danser en rond ; κύκλιοι αὐληταί LUC joueurs de flûte ambulants.
Étymologie: κύκλος.