ἐκκάμνω
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
A grow quite weary of a thing, τὰς ὀλοφύρσεις Th.2.51: c. part., πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8, cf. Pomp.32, D.C.40.24; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια he became unfit through age for.., Plu.Cat.Ma.24; σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς it is worn out (gnomic) with blows, Id.Caes.37 ; ἐ. ἡ ἀρετή τισι Max. Tyr.29.2.
German (Pape)
[Seite 762] (s. κάμνω), ganz ermüden, c. partic., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Plut. Sol. 8; a. Sp.; τὰς ὀλοφύρσεις Thuc. 2, 51, der Klagen überdrüssig werden; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια Plut. Cat. mai. 24, vgl. Sol. 31; auch σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς, wurde stumpf, Caes. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκάμνω: μέλλ. -κᾰμοῦμαι, ἀποκάμνω, ἐξέκαμνον τὰς ὀλοφύρσεις, ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51· οὕτω μετὰ μετοχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Πλουτ. Σόλων 8, πρβλ. Πομπ. 32· ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως προς τι, ἔγεινεν ἕνεκα τοῦ γήρατος ἀκατάλληλος πρός τι, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 24· καὶ σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς, παροιμ., καὶ ὁ σίδηρος δαμάζεται διὰ τῶν κτυπημάτων, ὁ αὐτ. Καῖσ. 37.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξέκαμνον, f. ἐκκαμοῦμαι, ao.2 ἐξέκαμον;
se lasser : τι de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ γήρως πρός τι PLUT devenir, par la fatigue de l’âge, impropre à qch ; σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς PLUT le fer se fatigua de frapper, càd s’émoussa.
Étymologie: ἐκ, κάμνω.