προσοικέω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
A dwell by or near, οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι -οικοῦντες X.Vect.1.8; ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ, of towns, lie by or near, Pl.Ti.22d:— also Pass., τῇ πόλει -ῳκημένοι J.BJ4.4.3. b π. πρὸς τῷ τοίχῳ has his house abutting on the wall, OGI 483.105 (Pergam.). 2 c. acc., dwell in or near, [Ἐπίδαμνον] Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.Pol.1256a37. II Pass., of a place, to be inhabited, Plu.2.938d.
German (Pape)
[Seite 774] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.
Greek (Liddell-Scott)
προσοικέω: κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter auprès de, dat. ou acc. ; Pass. être habité, peuplé.
Étymologie: πρός, οἰκέω.