πρόμος

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμος Medium diacritics: πρόμος Low diacritics: πρόμος Capitals: ΠΡΟΜΟΣ
Transliteration A: prómos Transliteration B: promos Transliteration C: promos Beta Code: pro/mos

English (LSJ)

ὁ, (πρό)

   A foremost man, in Hom. always = πρόμαχος, Il.15.293, Od.11.493, al.; π. ἀνήρ Il.5.533; π. τινί opposed to another in the front rank, 7.75, 116, 22.85: later, generally, chief, A.Ag.200 (lyr.), 410 (lyr.); Ἀχαιῶν . . πρόμοι Id.Eu.399; γᾶς πρόμοι S.OC884 (lyr.); στρατιῆς π. AP7.233 (Apollonid.); Ἀθηναίων E.Tr.31; τῶν Πανελλήνων πρόμῳ Κίμωνι prob. in Cratin.1; πάντων θεῶν θεὸς π., of the sun, S.OT660 (lyr.), cf. Epigr.Gr.361 (Phrygia); ἰατρῶν π. prob. ib.352 (Claudiopolis). The forms πρόμνος, A.Supp.904 (lyr.), and πράμος, Ar.Th.50, are corrupt.

German (Pape)

[Seite 735] ὁ, der Vorderste; bei Hom. = πρόμαχος, Vorkämpfer, τινί, Jemandem als Vorkämpfer gegenüberstehend, Il. 7, 75. 116; πρόμος ἀνήρ, 5, 533; übh. der Erste, Vorsteher, Anführer, Aesch. Ag. 193; Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι, Eum. 377; ἰὼ γᾶς πρόμοι, Soph. O. C. 888; Helios heißt ὁ πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, O. R. 661, Ἀθηναίων Θησεῖδαι πρόμοι, Eur. Troad. 31, u. öfter; sp. D.: ἑτάρων πρόμος ἵστατο, er stellte sich seinen Gefährten voran, Ap. Rh. 2, 21; στρατίης πρόμος, Apollnds. 12 (VII, 233).

Greek (Liddell-Scott)

πρόμος: ὁ, (πρὸ) ὁ προηγούμενος, πρῶτος, προαγωνιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε = πρόμαχος, Ἰλ. Ο. 293, Ὀδ. Λ. 493, κτλ.· πρ. ἀνὴρ Ἰλ. Ε. 533· πρ. τινί, πρόμαχος ὡς ἀντίπαλος κατά τινος, πρόμος ἔμμεναι Ἕκτορι δίῳ Ἰλ. Η. 75, 116, 136, κτλ.· ― ὕστερον καθόλου, ἀρχηγός, Λατ. primus, princeps, Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, 410· Ἀχαιῶν... πρόμοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 399· γᾶς πρόμοι Σοφ. Ο. Κ. 884· Ἀθηναίων Εὐρ. Τρῳ. 31· τῶν Πανελλήνων πρόμῳ Κίμωνι Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· οὕτωςἥλιος λέγεται, πάντων θεῶν θεὸς πρόμος Σοφ. Ο. Τ. 660, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 38831. Οἱ τύποι πρόμνος παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 904, καὶ πράμος ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 50, εἶναι ἀμφίβολοι.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui est au premier rang, qui combat au premier rang contre, τινι;
2 qui est le premier ; ὁ πρόμος, chef.
Étymologie: πρό.