καπηλικός

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰπηλικός Medium diacritics: καπηλικός Low diacritics: καπηλικός Capitals: ΚΑΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kapēlikós Transliteration B: kapēlikos Transliteration C: kapilikos Beta Code: kaphliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a κάπηλος, ζυγόν Dinol. 2 (fort. καπανικόν) ; ἀργύρωμα IG11(2).110 (Delos, iii B.C.), cf. 111; mercenary, ἦθος M.Ant.4.28; σοφιστής Poll.4.48; ἡ -ική (sc. τέχνη), = καπηλεία, Pl.Sph.223d, Arist.Pol.1257a18: καπηλικόν, τό, campfollowers, sutlers of an army, Arr.Tact.2.1; but also, tax on retailtraders, BGU1237 (iii/ii B.C.).    2 like a petty trader, knavish, cozening, κ. μέτρα φιλεῦσα AP9.229 (Marc. Arg.); ὕθλος Porph.Chr. 49. Adv. -κῶς, ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.Pl.1063; τὰ πράγματα κ. διανέμων Plu.2.369c; in a mercenary spirit, Gal.14.216: Comp. -ώτερον Numen. ap. Eus.PE14.8.

German (Pape)

[Seite 1322] zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); ζυγόν Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προσαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, sc. τέχνη, wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσθαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.

Greek (Liddell-Scott)

καπηλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάπηλον, Δεινόλοχος παρὰ Πολυδ. Ι΄, 117· μισθωτός, σοφιστής ὁ αὐτ. 4. 48: - ἡ καπηλικὴ (δηλ. τέχνη) = καπηλεία, Πλατ. Σοφιστ. 223D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 4. 2) ὅμοιος πρὸς μικρέμπορον, πανοῦργος, δόλιος, καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα Ἀνθ. Π. 9. 229: - Ἐπίρρ., καπηλικῶς ἔχει, «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθιωμένως ἔχει καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην», ἐπὶ γραίας ἐψιμυθιωμένης, (Σχολ), Ἀριστοφ. Πλ. 1063. Συγκρ. -ώτερον, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 739Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les petits marchands, le petit négoce.
Étymologie: κάπηλος.