κρυφαῖος
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Phld.Piet.101, Luc.Ocyp.166:—
A hidden, Pi.I.1.67, A.Ch.83 (lyr.), S.Aj.899, Pl.Ti.77c; ἐν κρυφαίοις LXXJe.23.24, al. 2 secret, clandestine, δρασμός A.Pers.360; ἔκπλους ib.385; ἔπος S.Fr.935; ἀδικίαι Phld.l.c. Adv. -ως A.Pers.370, Aen. Tact.18.8.
German (Pape)
[Seite 1516] verborgen, hei mlich; πλοῦτον κρυφαῖον νέμειν Pind. I. 1, 67, κρ υφαίοις πένθεσι πα χνουμένη Aesch. Ch. 81, δόλος Eur. Rhes. 92, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυ χής Soph. Ai. 882, auch in Prosa, Plat. Tim. 77.c Soph. 219 e u. 86., wie ἐν τῷ κρυφαίῳ Matth. 6, 18, sonst κρυπτῷ. – Adv. κρυφαίως, Aesch. Pers 362.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Λουκ. Ὠκύπ. 166· ― κεκρυμμένος, κρυπτός, Πινδ. Ι. 1. 97, Τραγῳδοποδ. (ὡς Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Αἴ. 899), Πλάτ. Τίμ 77C. 2) λαθραῖος, κρύφιος, δρασμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· ἔκπλους αὐτόθι 385· ἔπος Σοφ. Ἀποσπ. 673· ― Ἐπίρρ. -ως, ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 370.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 caché;
2 clandestin, secret.
Étymologie: κρύφα.