ἰσομεγέθης
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ες,
A equal in size, X.Cyn.5.29, Plb.10.44.2, Phld.Mort.3, Herod.Med. ap. Orib.10.8.2: c. dat., κύστις ἰ. ληκύθῳ Aen.Tact.31.10; ἰ. γῇ Jul.Gal. 135c. Adv. -θως Aristid.Quint.3.6.
German (Pape)
[Seite 1265] ες, gleich groß; Xen. Cyn. 5, 29; Pol. 10, 44, 2. – Adv., Arist. Quint.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομεγέθης: -ες, ἴσος κατὰ τὸ μέγεθος, Ξεν. Κυν. 5. 29, Πολύβ. 10. 44, 2. - Ἐπίρρ. -θως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 123.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
égal en grandeur, de même grandeur.
Étymologie: ἴσος, μέγεθος.