φυγοπονία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ,
A aversion to work, Plb.3.79.4, Hierocl.p.50A.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, Arbeitsscheu, Scheu vor Anstrengung, Pol. 3, 79, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγοπονία: ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ἐργασίαν, Πολύβ. 3, 79, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éloignement pour le travail ou la fatigue.
Étymologie: φυγόπονος.