γαυριάω
English (LSJ)
mostly pres. Aet. and Med., aor. 1
A ἐγαυρίασα LXX Ju.9.7:—bear oneself proudly, prance, prop. of horses, γαυριῶντες Plu.Lyc.22:—Med., φυσῶντα καὶ γαυριώμενον X.Eq.10.16; to be splendid, γαυριῶσαι . . τράπεζαι Cratin.301; to be luxuriant, ἡ γῆ θάλλει καὶ γ. Jul.Or.4.155c; of persons, Phld.Vit. p.27 J., Ph.1.152, al.: c. dat., pride oneself on a thing, εἰ ταύτῃ [τῇ ἥττῃ] γαυριᾷς D.18.244; so ἐπί σφισι γαυριόωντες (Mcineke -όωντο) Theoc.25.133, cf. Plu.Lyc.30, Palaeph.1.8, Anon.Oxy.220iii3.
German (Pape)
[Seite 476] übermüthig, stolz sein, γαυ ριῶσαι τράπεζαι Cratin. Ath. II, 49 a; eigtl. von Pferden, stolz u. munter gehen, Plut. Lyc. 22, wie das Med., Xen. de re equ. 10, 16; übertr., γαυριᾷς τινί Dem. 18, 244; ἐπί τινι Plut. Lyc. 30; auch med., ἐπὶ σφίσι γαυριόωντο Theocr. 25, 133.
Greek (Liddell-Scott)
γαυριάω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. ἐνεργητ. καὶ μέσ.· ἀόρ. α΄ ἐγαυρίασα Ἑβδ. (Ἰουδίθ. θ΄, 7). Φέρομαι ὑπερηφάνως, ἐπαίρομαι· κυρίως ἐπὶ ἵππων βαινόντων «καμαρωτά», γαυριῶντες Πλούτ. Λυκ. 22· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, φυσῶντα καὶ γαυριώμενον Ξεν. Ἱππ. 10, 16· εἶμαι λαμπρός, γαυριῶσαι… τράπεζαι Κρατῖν. Ἀδήλ. 9· ― μ. δοτ., ἐπαίρομαι ἐπί τινι, εἰ ταύτῃ γαυριᾷς Δημ. 308. 6· οὕτω, ἐπί σφισι γαυριόωντες (Meineke-όωντο) Θεόκρ. 25. 133, πρβλ. Πλούτ. Λυκ. 30, Παλαίφ. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
f. γαυριάσω;
être fier en parl. de chevaux ; p. anal. en parl. de pers. : γ. τινί, ἐπί τινι s’enorgueillir de qch.
Étymologie: γαῦρος.