ἀνάπαυλα
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ης, ἡ,
A repose, rest, ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν S.Ph.638; κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι divided into reliefs, of workmen, Th.2.75. 2 c. gen. rei, rest from a thing, κακῶν S.El.873, cf. Ph.878; πόνων Th.2.38; τῆς σπουδῆς Pl.Phlb.30e. II resting-place, E. Hipp.1137, Pl.Lg.722c; inn, Ar.Ra.113; ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδόν Pl.Lg.625b; εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν (where there is a play upon the first sense) Ar.Ra.185, cf. 195.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, das Ausruhen, die Erholung, κακοῦ Soph. Phil. 634; El. 861; πόνων Thuc. 2, 38; Plat. Legg. II, 653 d; σπουδῆς Phil. 30 e; διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας, durch das Folgde erklärt, sich abwechselnd ruhend, und deshalb in zwei Abtheilungen arbeitend, Thuc. 2, 75; Ruheplatz, κατὰ τὴν ὁδόν Plat. Legg. I, 625 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπαυλα: -ης, -ἡ, (ἀναπαύω) ἀνάπαυσις, ἀνακούφισις, καίριος σπουδὴ πόνου λήξαντος ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν Σοφ. Φ. 637· διῃρημένοι κατ’ ἀναπαύλας, διῃρημ. εἰς μέρη, ὥστε ὅταν τὸ ἓν ἐργάζηται, τὸ ἄλλο νὰ ἔχῃ ἀνάπαυλαν, δηλ. νὰ «ξεκουράζεται», Θουκ. 2. 75. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀνάπαυσις ἀπό τινος πράγματος, κακῶν Σοφ. Ἠλ. 873, πρβλ. Φ. 878· πόνων Θουκ. 2. 38· τῆς σπουδῆς Πλάτ. Φίλ. 30E. ΙΙ. τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Εὐρ. Ἱππ. 1137· ἰδίως πανδοχεῖον, Λατ. deversorium. Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, Πλάτ. Νόμ. 722C· ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτόθι 625B· εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν (ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας τῆς λέξ.), Ἀριστ. Βάτρ. 185, πρβλ. 195.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 repos, pause ; κατ’ ἀναπαύλας THC par relais, càd par équipes alternantes ; cessation, arrêt;
2 lieu de repos.
Étymologie: ἀναπαύω.