ἔκπυστος
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον,
A heard of, discovered, πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.AJ19.1.7, Plu.Cam.3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.
German (Pape)
[Seite 777] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπυστος: -ον, γνωστός, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est porté à la connaissance de, connu.
Étymologie: ἐκπυνθάνομαι.