ἐπιστρατεία
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
Ion. ἐπιστρᾰτ-ηΐη, ἡ,
A march or expedition against, Hdt.9.3; τῶν Πλαταιῶν against Plataea, Th.2.79; σὺν Κύρῳ X.An.2.4.1.
German (Pape)
[Seite 985] ἡ, ion. ἐπιστρατηΐη, Her. 9, 3, der Feldzug gegen Jemand, τῶν Πλαταιέων, gegen die Pl., Thuc. 2, 79; Xen. An. 2, 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρᾰτεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, ἐπιστρατεία ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 3· τῶν Πλαταιῶν, κατὰ τῶν Πλ., Θουκ. 2. 79· σὺν Κύρῳ Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
expédition contre.
Étymologie: ἐπιστρατεύω.