καταπειθής
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ές,
A obedient, τινι Ph.2.118, J.AJ2.4.2, al., Plu.2.5c.
German (Pape)
[Seite 1368] ές, gehorsam, Plut. ed. lib. 7 Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπειθής: -ές, εὐπειθής, ὑπήκοος, πειθήνιος, τινὶ Φίλων 2. 118, Πλούτ. 2. 5C· καταπειθῆ τοῦ λαβεῖν Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
docile.
Étymologie: καταπείθω.