μονόθεν
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
Adv.
A alone, singly, μοῦνος μουνόθεν Hdt.1.116 (v.l. μουνωθέντα). II on one side only, Sch.Arat.8.
German (Pape)
[Seite 203] allein, einzig, Schol. Arat. Phaen. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μονόθεν: Ἐπίρρ., ἐξ ἑνὸς μέρους, μοῦνος μουνόθεν, ὁλομόναχος, Ἡρόδ. 1. 116.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’un seul côté.
Étymologie: μονός, -θεν.