σφηκίσκος

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκίσκος Medium diacritics: σφηκίσκος Low diacritics: σφηκίσκος Capitals: ΣΦΗΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sphēkískos Transliteration B: sphēkiskos Transliteration C: sfikiskos Beta Code: sfhki/skos

English (LSJ)

ὁ,

   A piece of wood pointed like a wasp's tail, pointed stick or stake, Ar.Pl.301.    II roof-timber, rafter, IG12.372.81, 22.1668.53, Plb.5.89.6.    III lintel, IG12.313.108, Arist.Ath.65.2.    IV v.l. for σφηνίσκος 111 (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

σφηκίσκος: ὁ, ξύλον μακρὸν ἀπολῆγον εἰς ὀξὺ ὡς ἡ οὐρὰ τοῦ σφηκός, ἀλλαχοῦ σκόλοψ, Ἀριστοφ. Πλ. 301. ΙΙ. ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς (Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 81), σφηκίσκοι μνημονεύονται μετὰ τῶν ἱμάντων ὡς ξύλα τῆς ὀροφῆς· οὕτω σφηκίσκοι καὶ στρωτῆρες μνημονεύονται ὁμοῦ παρὰ Πολυβ. 5. 89, 6. Ὁ Βöckh. ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 281 πιστεύει ὅτι σφηκίσκοι εἶναι τὰ μικρὰ ξύλα ἢ δοκοί, ἐφ’ ὧν ἐπιτίθενται οἱ ἱμάντες καὶ στρωτῆρες· πρβλ. σφηκίας, σφὴξ ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, σφηκίσκος φαίνεται ὅτι εἶναι λίθος προεξέχων ὑπεράνω τῆς αὐλείου θύρας τοῦ δικαστηρίου, ἔχων δὲ ἴδιον χρωματισμὸν ὅπως οὕτω διακρίνηται ἕκαστον δικαστήριον, ἴδε Βöckh. αὐτόθι σ. 341.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
morceau de bois pointu, pieu.
Étymologie: σφήξ.