ἐπεμπίπτω

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεμπίπτω Medium diacritics: ἐπεμπίπτω Low diacritics: επεμπίπτω Capitals: ΕΠΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epempíptō Transliteration B: epempiptō Transliteration C: epempipto Beta Code: e)pempi/ptw

English (LSJ)

   A fall upon, attack furiously, ἀλλήλοις Ph.2.109; ποίμναις ἐπεμπίπτειν βάσιν S.Aj. 42.    2 fall to, set to work, Ar.Pax471.    3 fit in, of cogs, v. l. in Heliod. ap. Orib.49.4.65.

German (Pape)

[Seite 915] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen; βάσιν τινι, hineinstürmen auf, Soph. Ai. 42; sich worauf legen, καὶ σπουδάζω Ar. Pax 463; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπιπίπτω κατά τινος, προσβάλλω αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί δῆτα ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; τότε λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως πράττω τι, μετὰ σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471.

French (Bailly abrégé)

tomber sur, se jeter sur, attaquer.
Étymologie: ἐπί, ἐμπίπτω.