διαβολή

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβολή Medium diacritics: διαβολή Low diacritics: διαβολή Capitals: ΔΙΑΒΟΛΗ
Transliteration A: diabolḗ Transliteration B: diabolē Transliteration C: diavoli Beta Code: diabolh/

English (LSJ)

ἡ, (διαβάλλω v)

   A false accusation, slander, Epich.148; ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Hdt.3.66,73; δ. λόγου Th.8.91; διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, προσίεσθαι, to give ear to them, Hdt.3.80, 6.123; διαβολὰς ἔχειν ὡς .. to have it slanderously said that... Isoc.8.125; ὀνείδους καὶ δ. τυγχάνειν Lys.25.6; ἐνδ. καθεστηκέναι ibid.; διαλύσειντὴνδ. Th.1.131: of charges not necessarily false or malicious, δ. ταῖς ἐμαῖς the accusations which I bring, E.Andr.1005, cf. Isoc.1.17; τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα tending to discredit, Plb.12.15.9, cf. 2.11.4; ἐμὴ δ. prejudice against me, Pl. Ap.19b; δ. εἰς ἐμέ And.1.30; δ. καθ' αὑτοῦ παρέσχεν Plu. Them.4, cf. Phryn.Com.58; opp. δόξα, ill-repute, Men.723; δ. λῦσαι καὶ ποιῆσαι remove, create prejudice against an antagonist, Arist.Rh.1415a27; δ. ἀπολύεσθαι D.H.6.59.    II (διαβάλλω 111) quarrel, enmity, κατὰ τὰς ἰδίας δ. Th.2.65; ἡ πρὸς τὸ συγγενὲς δ. Plu.2.479b; ἡ πρὸς θάνατον δ. fear, aversion from it, ib.110a: c. gen., δ. τοῦ πάθους ib.456b; εἰς διαβολήν τινος to withstand them, LXX Nu.22.32.    III (διαβάλλω v111) legal obligation(?), Leg.Gort.9.35.    IV fraud, Sch.Ar.Pl. 373.

Greek (Liddell-Scott)

διαβολή: ἡ, (διαβάλλωψευδὴς κατηγορία, συκοφαντία, Λατ. calumnia, Ἐπίχ. 122 Ahr.· ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 66, 73· δ. λόγου Θουκ. 8. 91· διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, προσίεσθαι, παρέχω ἀκρόασιν εἰς αὐτάς, Ἡρόδ. 3. 80., 6. 123· δ. ἔχειν ὡς…, λέγεται ψευδῶς ἐν συκοφαντίᾳ ὅτι…, Ἰσοκρ. 184C· ἐν διαβολῇ καθεστηκέναι, γενέσθαι Λυσ. 171. 31, κτλ.· διαλύσειν τὴν διαβολήν, τὴν κατηγορία ἥτις (κατὰ τὸν ἰσχυρισμόν του) ἦτο ψευδής, Θουκ. 1. 131· διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς, μὲ τὰς κατηγορίας ὅσας φέρω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1005 (ἴδε κλέπτω ΙΙΙ)· ἀλλά, ἡ ἐμὴ δ., αἱ ἐναντίον μου συκοφαντίαι, Πλάτ. Ἀπολ. 19Β· οὕτω, δ. εἰς ἐμὲ Ἀνδοκ. 5. 11· κατά τινος Πλούτ. Θεμ. 4· δ. ποιεῖν, ἀντίθ. δ. διαλύειν ἢ λύειν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 7, πρβλ. 15, 1 κἑξ. 2) κατηγορία, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1005, Ἰσοκρ. 5Β, Πολύβ. 5. 86, 7. ΙΙ. ἔρις, ἐχθρότης (πρβλ. διαβάλλω ΙΙΙ), κατὰ τὰς ἰδίας δ Θουκ. 6. 65· ἡ πρός τινα δ. Πλούτ. 2. 479Β· ἡ πρὸς τι δ., ἡ ἀπέχθεια πρός τι, τὸ μὴ ἀρέσκεσθαι εἴς τι, ὁ αὐτ. 110Α, κτλ. ΙΙΙ ὡσαύτως, ἐξαπάτησις, δόλος, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 373.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. division, d’où
1 brouille, inimitié;
2 aversion, répugnance;
3 appréhension, crainte;
II. accusation, particul.
1 accusation (fondée);
2 fausse accusation, calomnie : ἡ ἐμὴ διαβολή PLAT la fausse accusation dirigée contre moi.
Étymologie: διαβάλλω.