ὑπόλοιπος

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλοιπος Medium diacritics: ὑπόλοιπος Low diacritics: υπόλοιπος Capitals: ΥΠΟΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: hypóloipos Transliteration B: hypoloipos Transliteration C: ypoloipos Beta Code: u(po/loipos

English (LSJ)

ον,

   A left over, μετὰ τῶν ὑ. with the survivors or remaining descendants, Hdt.7.171; τοὺς ὑ. Πεισιστρατιδέων Id.6.123.    2 of things, = λοιπός, ὑ. τὸ βάραθρόν σοι γίγνεται still remains for you, Ar Pl.431; τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; And.1.109; τὸ ὑ. the residue, Pl.R.427e, POxy.1252v.36 (iii A. D.), etc.; ὅσα ἦν ὑ. all that remained to be done, Th.4.90; τῆς ὑ. Ἀθηναίων καταλύσεως what remained to effect their destruction, Id.8.26; ἔστι δ' ἡ ἐνέργεια ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ὑπολοίπου ἕξεως καὶ φύσεως, i. e. the pleasure declared to be a γένεσις εἰς φύσιν is really the ἐνέργεια of the healthy remainder of the organism, Arist.EN1152b35; ἡ ὑ. ἰσημερία the other equinox, Gal.17(1).15. (In codd. ὑπό- and ἐπί-λοιπος are often interchanged.)

German (Pape)

[Seite 1224] zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = λοιπός, 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλοιπος: -ον, ὁ ὑπολελειμμένος, ὁ ὀπίσω λειφθείς, ὀπίσω μένων, μετὰ τῶν ὑπ. Ἡρόδ. 7. 171· τοὺς ὑπ. τῶν Πεισιστρατιδέων, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔζων, ὁ αὐτ. 6. 123· 2) ἐπὶ πραγμάτων, = λοιπός, ὑπ. τὸ βάραθρον σοι γίνεται, σοὶ ὑπολείπεται, «σοῦ μένει», Ἀριστοφ. Πλ. 431· τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; Ἀνδοκ. 14. 41, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427Ε, κλπ.· ὅσα ἦν ὑπόλ., ὅσα ὑπολείποντο νὰ πραχθῶσι, Θουκ. 4. 90· τῆς τῶν Ἀθηναίων καταλύσεως, ὅ,τι ὑπελείπετο ὅπως ἐπιτελεσθῇ ἡ καταστροφή των, ὁ αὐτ. 8. 26. ΙΙ. ἐξ οὗ λείπει τι, ἐλλιπὴς (διάφορ. γραφ. ὑπολύπου), Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 2. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ὑπό- ἐπίλοιπος ἐναλλάσσονται.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;
2 survivant;
3 qui manque, qui fait défaut.
Étymologie: ὑπολείπω.