αἱμόρροος
English (LSJ)
ον, contr. αἱμό-ρρους, ουν,
A flowing with blood, τρώματα Hp.Art.69; αἱ. φλέβες veins so large as to cause a haemorrhage if wounded, Id.Fract. 11, ubiv.Gal. 2 suffering from haemorrhoids, Hp.Epid.4.7. II as Subst., a serpent, whose bite makes blood flow from all parts of the body, Philum.Ven.21, Nic.Th.282; cf. αἱμορροΐς 111.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, -ουν, ἐξ οὗ ῥέει αἷμα, τρώματα, Ἱππ. Ἄρθρ. 831· αἱμ. φλέβες = φλέβες τόσον μεγάλαι, ὥστε νὰ ὑπόκεινται εἰς αἱμορραγίαν τραυματιζόμεναι, ὁ αὐτ. Ἀγμ. 759, ἔνθα ἴδε Γαληνόν· ὁ ὑποφέρων ἐξ αἱμορραγίας, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὄφις τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐνεργεῖ, ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἐκ πάντων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, Διοσκ. ἰοβόλ. 30. Νικ. Θ. 282· πρβλ. αἱμορροΐς, ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
att. αἱμόρρους, -ους, -ουν;
qui cause un flux de sang ; ὁ αἱμόρρους serpent d’Afrique dont la morsure cause des hémorragies.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.