ἅλιος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλιος Medium diacritics: ἅλιος Low diacritics: άλιος Capitals: ΑΛΙΟΣ
Transliteration A: hálios Transliteration B: halios Transliteration C: alios Beta Code: a(/lios

English (LSJ)

(A), α, ον, also ος, ον S.Aj.357, E.Heracl.82(lyr.): (ἅλς:—

   A of the sea, of sea-gods, nymphs, etc., θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος, i.e. of Nereus, Il.1.556, Hes.Th.1003, cf. Od.4.365, al.; θεαὶ ἅ. sea-god-desses, Nereids, Il.18.432; of Apollo, Arist.Mir.840a20; ἅ. ψάμαθοι sea-sand, Od.3.38; ἅ. πρών A. (only in lyr.) Pers.131,879; κῦμα Id.Supp.14; πρύμναι, πλάτα, νηῦς, Pi.O.9.72, S.OC716, Orph.A.236.
ἅλιος (B), α, ον: (perh. cf. ἠλίθιος):—mostly of things,

   A fruitless, idle, ἔπος, μῦθος, Il.18.324, 5.715; πόνος 4.26; βέλος 5.18; ὅρκιον 4.158; in Od. only with ὁδός 2.273, 318; of a person, Il.10.324: neut. as Adv., in vain, 13.505, cf. 4.179, S.OC1469: reg. Adv. -ίως Id.Ph. 840.—Ep. word, used by S. in lyr.
(C), ὁ, Dor.for ἥλιος.    II (ἁλίζω), Pythag. name for nine, Theol.Ar.57.

German (Pape)

[Seite 97] 1) vom Meere, zum Meere gehörig, γέρων, Meergreis, Hom. z. B. Od. 4, 349; ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν Iliad. 18, 86, ἀλλάων ἁλιάων 432, ἅλιαι θεαί 24, 84, Nereiden, wie ἅλιος für Poseidon Secund. 1 (Plan. 214); ψάμαθοι Od. 3, 38; – Pind. γέρων P. 9, 97, κόραι Νηρῆος Ol. 2, 32, πρύμναι 9, 78; κῦμα Aesch. Suppl. 14 Eur. Hel. 1321, οἶδμα 520, selbst πέλαγος Andr. 994; πρῶνα Aeschyl. Pers. 129, ήϊόνες Eur. Tr. 825; Soph. νύμφαι Phil. 1456, πλάτη O. C. 720; Ai. 351, wo Herm. ἅλιος schreibt; Eur. Heracl. 83; Eur. wie sp. D. oft. – 2) nichtig, vergeblich, μάταιος (weil das Meer unfruchtbar ist), ohne Wirkung, oft Hom., meist als Prädicatsnomen, z. B. οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός Iliad. 5, 18, οὐχ ἅλιον βέλος ἧκε 4, 498, χειρὸς ἄπο ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα 14, 455, ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν ἐνθάδε 4, 179, ἅλιον θεῖναι πόνον 4, 26; ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν Μενελάῳ 5, 715; ἅλιον ἔπος ἔκβαλον 18, 324; οὐδ' ἅλιον ἔπος ἔσσεται 24, 92; ἅλιον πέλει ὅρκιον 4, 158; οὔ τοι ἔπειθ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται Od. 2, 273 vgl. 318; ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι Iliad. 10, 324; – ἅλιον vielleicht advb. Iliad. 13, 505 vgl. 16, 615; vgl. Soph. O. C. 1468 ch., wo Herm. des Metrums wegen ἅλια ändert; ἁλίως Soph. Phil. 829. u. compos., dor. für ἥλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλιος: ὁ Δωρ. ἀντὶ ἥλιος.

French (Bailly abrégé)

1α ou ος, ον :
de la mer, marin ; ἅλιαι θεαί ou abs. ἅλιαι les déesses de la mer, les Néréides.
Étymologie: ἅλς¹.
2α, ον :
vain, inutile ; neutre adv. • ἅλιον vainement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
3dor. c. ἥλιος.