ὅρκιον

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρκιον Medium diacritics: ὅρκιον Low diacritics: όρκιον Capitals: ΟΡΚΙΟΝ
Transliteration A: hórkion Transliteration B: horkion Transliteration C: orkion Beta Code: o(/rkion

English (LSJ)

τό,
A = ὅρκος, oath, Il.4.158, Hdt.1.29, etc.; ὅρκια δοῦναι = take oaths, Od.19.302, E.Supp.1232 (anap.); ὅρκια πορεῖν A.R.2.433; ὅρκια δὲ Ζεὺς ἴστω let Zeus witness our oath, Il.7.411.
II mostly in plural, ὅρκια, τά, the offerings and other things used at a solemn oath or treaty, κήρυκες . . ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269, cf. 245; οἱ ἐννέα ἄρχοντες ὀμνύουσιν ὥσπερ ἐπὶ Ἀκάστου τὰ ὅρκια ποιήσειν Arist. Ath.3.3; ὅρκια παρεχέτω ὁ ἱερωργός SIG581.91 (Crete, iii/ii B. C.); then, that which is sworn to, treaty, solemn agreement, freq. in Hom. (esp. Il.), οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά = there are no pacts between lions and men 22.262 : freq. in phrase, ὅρκια πιστὰ ταμεῖν = swear solemn oaths, cut trustworthy oaths 2.124, cf. 3.105, al.; κατόπερ τὰ ὅρκια ἔταμον SIG45.44 (Halic., v B.C.); ὅρκια ἐπιταμνέτω Schwyzer687 D2 (Chios, vii/vi B.C.); ὅρκια ποιεῖσθαι SIG591.32(Lampsacus, ii B. C.); ὅρκια τελεῖν Il.7.69; φυλάσσειν 3.280; ὅρκια δηλήσασθαι or ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι = violate a solemn treaty, ib. 107,4.67; ὑπὲρ ὅρκια πημῆναι 3.299; κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν they trampled on the treaty, 4.157; σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν ib.269; ψεύσασθαι 7.351; ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν A.Ag.1431; τὰ ὅρκια ἐστί τινι, c. inf., one is bound by treaty to do, Th.6.52 : Hdt. has sg. also in this sense, κατὰ τὸ ὅ. 1.77; ὅρκια ποιέεσθαι πρός τινας ib.141 : abs., ib.143, etc.; ὅρκιον μένει κατὰ χώρην = remains as it was, 4.201; ὀμόσαι τὸ ὅρκιον ἦ μὴν ἐάσειν . . Th.6.72; ὅρκιον ἔταμον SIG4.10 (Cyzicus, vi B. C.).
2 pledge or surety resting on oath, in sg., Pi.O.11(10).6, N.9.16; ὅ. ἔχειν Lys.20.26 : generally, pledge, Ar.Nu.533 (pl.). (ὅρκιον is neut. of ὅρκιος, with which ἱερόν or ἱερά may be supplied.)

German (Pape)

[Seite 378] τό, eigtl. neutr. von ὅρκιος, τὰ ὅρκια, die Opfer- u. die übrigen heiligen Gebräuche, die bei einem feierlichen Eidschwur stattfinden, vgl. Buttm. Lexil. II, 58; in der Vrbdg ὅρκια πιστὰ ταμόντες, Il. 2, 124. 3, 105, u. φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες, 3, 73. 94, κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον, 3, 245, worin die Hindeutung auf die bei dem feierlichen Vertrage zu schlachtenden Opferthiere sichtbar ist; also wie foedus icere, einen feierlichen Vertrag schließen und durch ein Opfer befestigen; vgl. Her. 4, 102. 7, 132. Daher beißt ὅρκια geradezu der feierlich beschworne Vertrag, ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά, Il. 22, 262, ὅρκια μετ' ἀμφοτέροισιν ἔθηκε Παλλάς, sie stiftete einen Vertrag zwischen beiden Parteien, μήτις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται, den beim Zeus beschworenen Vertrag verletzen, 3, 107; ὃρκια πιστὰ φυλάσσειν, 280, ὑπὲρ ὅρκια πημαίνειν, 299, wie ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι, 4, 67; κατὰ δ' ὅρκια πιστὰ πάτησαν, 157, συγχέω, 271, ψεύδεσθαι, 7, 351, die Verträge mit Füßen treten, brechen, zu Lügen machen, oder meineidig sein; vgl. Ar. Nubb. 525; so auch Thuc. λέγοντες σφίσι τὰ ὅρκια εἶναι, μιᾷ νηῒ καταπλεόντων Ἀθηναίων δέχεσθαι, es sei im Vertrage bestimmt, 6, 52. – Auch im sing., der Eid, οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον, Il. 4, 158, eigtl. das Eidesopfer ist nicht vergeblich. – Ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω, ich werde dir Unterpfänder des Eides geben, den Schwur leisten, Od. 19, 302, vergleiche die folgenden Verse; daher Unterpfand, Bürgschaft, πιστὸν ὅρκιον ἀρεταῖς, Pind. Gl. 10, 6, vgl. N. 9, 16; Eid, Schwur, Tragg., wie Aesch. Ag. 1406; εἴπερ εὐσεβεῖν βούλει, πατρῴων ὁρκίων μεμνημένος, Soph. Trach. 1213, das mit dem Vater beschworne Bündniß; ὅρκια δῶμεν τῷδ' ἀνδρί, Eur. Suppl. 1231; ὁρκίοισι ζυγείς, Med. 735; ὅρκιον ποιεῖσθαι, Her. 1, 141; auch noch in späterer Prosa, ὅρκια ποιεῖν περὶ τῶν συνθηκῶν, Pol. 3, 25, 7; τέμνειν, τελεῖν, 22, 15, 6. 9; ἔχειν πρός τινα, 6, 14, 8; γενομένων τῶν ὁρκίων καὶ ὁμολογιῶν, Plut. Lyc. 2; ὅρκια οὐκ ἐφύλασσον, Luc. Dea Syr. 12.

Russian (Dvoretsky)

ὅρκιον: τό
1 (преимущ. pl.) скрепляемая священными обрядами клятва, торжественная присяга (ὅρκια δοῦναι Hom., ὅρκια ποιεῖσθαι Her. или ὅ. ὀμόσαι Thuc.);
2 pl. торжественный договор о союзе, освященный жертвоприношениями и клятвой союз, торжественное обязательство (ὅρκια τάμνειν Hom., Her. или ταμεῖν Hom.; ὅρκια ψεύσασθαι Hom.): λέγοντες σφίσι τὰ ὅρκια εἶναι Thuc. говоря, что они связаны торжественной клятвой;
3 pl. жертва, приносимая для освящения клятвы или приносимая для освящения договора (φέρον ὅρκια πιστά, ἄρνε δύω καὶ οἶνον Hom.);
4 текст клятвы, т. е. договора Lys.;
5 ручательство, порука, залог, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ὅρκιον: τό, = ὅρκος, Ἰλ. Δ. 158, Ἡρόδ. 1. 29, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431, κτλ.˙ ὅρκια δοῦναι, δοῦναι ὅρκον, Ὀδ. Τ. 302, Εὐρ. Ἱκέτ. 1232˙ ὅρκ. πορεῖν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 433. - Τοιούτων ὅρκων μάρτυς ἦν ὁ Ζεύς, Ἰλ. Η. 69, 411. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ὅρκια, τά, αἱ θυσίαι καὶ ἄλλαι τελεταὶ αἱ ἐν χρήσει ἐπὶ ἐπισήμου ὅρκου ἢ σπονδῶν, κήρυκες ... ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Ἰλ. Γ. 269˙ - ἀκολούθως τὸ περὶ οὗ ὁρκίζεταί τις, συνθήκη φιλίας, ἐπίσημος συμφωνία, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.), οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστὰ Ἰλ. Χ. 262˙ συχνότατον ἐν τῇ φράσει, ὅρκια πιστὰ ταμεῖν (ἴδε ἐν λ. τέμνω ΙΙ. 2), Β. 124, Γ. 105˙ ὅρκια τελεῖν Η. 69˙ φυλάσσειν Γ. 80˙ - ἑτέρωθεν δὲ ἔχομεν τὰς φράσεις, ὅρκια δηλήσασθαι ἢ ὑπὲρ ὅρκια δηλ., παραβιάσαι τὴν γενομένην συνθήκην, Γ.107, Δ. 67˙ ὑπὲρ ὅρκια πημῆναι Γ. 299˙ κατὰ δ’ ὅρκια πιστὰ πάτησαν, κατεπάτησαν τὰς συνθήκας, Δ. 157˙ σύν γ’ ὅρκι’ ἔχευαν Δ. 269˙ ψεύσασθαι Η. 351˙ - ὡσαύτως παρ’ Ἀττικ., ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431˙ τὰ ὅρκιά ἐστί τινι, μετ’ ἀπαρ., εἶναί τις ὑπόχρεως κατὰ συνθήκην νὰ …, Θουκ. 6. 52˙ - ὁ Ἡρόδ. ἔχει καὶ τὸ ἑνικὸν ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, κατὰ τὸ ὅρκιον 1. 77˙ ὅρκιον ποιεῖσθαι πρός τινα ἢ τινί, 1. 141, 143, κτλ.˙ ὅρκιον μένει κατὰ χώρην, διαμένει ὡς ἦτο, 4. 201˙ οὕτως, ὀμόσαι τὸ ὅρκιον Θουκ. 6. 72. 2) ἐνίοτε τὰ θύματα τὰ θυόμενα κατὰ τὴν συνομολόγησιν συνθήκης μετὰ ὅρκων, Ἰλ. Γ. 245, 269, παραπλησίως τῇ λέξει: τὰ ἱερὰ (ἴδε ἱερὸς ΙΙΙ. 1.) 3) ἐγγύησιςβεβαίωσις στηριζομένη ἐπὶ ὅρκου, ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Ο. 11 (10). 6, Ν. 9. 38˙ ὅρκ. ἔχειν Λυσ. 160. 21˙ καθόλου ἐγγύησις, ὑπόσχεσις, ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Νεφ. 533. (ὅρκιον, ἂν καὶ κατὰ τύπον ὑποκορ. τοῦ ὅρκος, δύναται ὅμως νὰ θεωρηθῇ ὡς οὐδ. τοῦ ἐπιθ. ὅρκιος, ὑπονοουμένου τοῦ οὐσιαστ. ἱερὸν ἢ ἱερὰ)˙ - τύπος συγκρ. ὁρκιώτερος ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγραφ. ἐν Hell. Journal τ. 13, σ. 53, 64, 65.

English (Autenrieth)

(ὅρκος): (1) oath, Il. 4.158, elsewhere pl.—(2) pledges of the covenant, hence victims, Il. 3.245, 269.—(3) the covenant or treaty itself; ὅρκια πιστὰ ταμεῖν (foedus ferire), because victims were slaughtered as a part of the ceremony, Il. 2.124, Il. 3.73, Od. 24.483.

English (Slater)

ὅρκιον pledge on oath μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς (O. 11.6) Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα (N. 9.16) ]πριν Στυγὸς ὅρκιον ἐξ ευ[ (Pae. 6.155)

Greek Monotonic

ὅρκιον: τό, = ὅρκος,
I. όρκος, σε Όμηρ. κ.λπ.
1. κυρίως στον πληθ., ὅρκια, τά, αυτά στα οποία έχει πάρει κάποιος όρκο, όροι συνθήκης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὅρκια πιστὰ ταμεῖν (βλ. τέμνω II), σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ὅρκια δηλήσασθαι ή ὑπὲρ ὅρκια δηλ., παραβιάζω ιερή συνθήκη, στο ίδ.· ὅρκιαπατῆσαι, ποδοπατώ τις συνθήκες, στο ίδ.· ομοίως, ὅρκια συγχεῦαι, ψεύσασθαι, στο ίδ.
2. θύματα που προσφέρονταν ως θυσία όταν δίνονταν ιεροί όρκοι, σε Ομήρ. Ιλ.
3. εγγύηση, η οποία στηρίζεται σε όρκο, στον ενικ., σε Πίνδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὅρκιον, ου, τό, = ὅρκος
I. an oath, Hom., etc.
II. mostly in plural, ὅρκια, τά, that which is sworn to, the articles of a treaty, Hom., etc.; ὅρκια πιστὰ ταμεῖν (v. τέμνω II), Il.:—on the other hand, ὅρκια δηλήσασθαι or ὑπὲρ ὅρκια δηλ. to violate a solemn treaty, Il.; ὅρκια πατῆσαι to trample on the treaties, Il.; so, ὅρκια συγχεῦαι, ψεύσασθαι Il.
2. the victims sacrificed on taking these solemn oaths, Il.
3. a surety resting on oath, in sg., Pind., Ar.

English (Woodhouse)

oath

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

iusiurandum, oath, 6.72.5,
PLUR. 6.19.1, 6.52.1.

Translations

Afrikaans: eed; Aklanon: sumpa'; Albanian: be, betim; Arabic: قَسَم‎, حَلْف‎, حِلْف‎‎, يَمِين‎; Armenian: երդում; Aromanian: giurãmintu, giurat; Asturian: xuramentu; Azerbaijani: and; Bashkir: ант; Belarusian: прыся́га, кляцьба́; Bengali: শপথ; Bulgarian: кле́тва; Burmese: သစ္စာ; Catalan: jurament; Chinese Cantonese: 宣言, 宣誓; Mandarin: 誓詞, 誓词, 宣誓; Min Nan: 宣誓; Czech: přísaha; Danish: ed; Dutch: eed, bezwering; Esperanto: ĵuro; Estonian: tõotus, vanne; Faroese: eiður; Finnish: vala; French: serment; Friulian: zur, ğur, zurament, ğurament; Galician: xuramento; Georgian: ფიცი; German: Eid, Schwur; Gothic: 𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: όρκος; Ancient Greek: ὅρκος, ὅρκιον; Hebrew: שבועה \ שְׁבוּעָה‎; Hindi: शपथ, सौगंद, क़सम; Hungarian: eskü, fogadalom; Icelandic: eiður; Indonesian: sumpah; Italian: giuramento; Japanese: 誓い, 誓約, 宣誓; Kazakh: ант, серт; Khmer: សបថ, ប្រណិធាន; Korean: 맹세, 선서, 서약; Kurdish Central Kurdish: سوێن‎; Northern Kurdish: sond, êqîn, qesem, soz; Kyrgyz: ант; Ladin: jurament; Lao: ຄຳສາບານ; Latgalian: pīzvārs; Latin: iuramentum, sacramentum, fides; Latvian: zvērests; Lithuanian: priesaika; Luxembourgish: Eed; Macedonian: заклетва; Malay: sumpah; Maori: kupu taurangi; Maranao: sapa'; Mongolian Cyrillic: тангараг; Uyghurjin: ᠲᠠᠩᠭᠠᠷᠢᠭ; Norwegian Bokmål: ed; Nynorsk: eid; Occitan: jura, jurament; Old Church Slavonic Cyrillic: присѧга; Old East Slavic: клꙗтва; Old English: āþ; Old Norse: eiðr; Ossetian: ард; Pali: sapatha; Pashto: سوګند‎, حلف‎; Persian: سوگند‎, قسم‎, حلف‎; Plautdietsch: Eid; Polish: przysięga; Portuguese: juramento, jura, promessa; Romanian: jurământ, legământ; Romansch: engirament, güramaint, angiramaint, saramaint; Russian: присяга, клятва; Sanskrit: शपथ; Sardinian: giura; Serbo-Croatian Cyrillic: заклетва, присега; Roman: zakletva, prisega; Sicilian: giuramentu; Slovak: prísaha; Slovene: prisega; Spanish: juramento; Swahili: yamini; Swedish: ed; Tagalog: panunumpa; Tajik: савганд, қасам, ҳалф; Tatar: ант; Telugu: ప్రమాణం; Thai: คำสาบาน; Turkish: ant, kasem, yemin; Turkmen: kasam; Ugaritic: 𐎐𐎄𐎗; Ukrainian: прися́га, кля́тва, клятьба́; Urdu: قسم‎, سوگند‎‎, حلف‎, شپتھ‎; Uyghur: قەسەم‎; Uzbek: qasam, ont; Venetian: giuramento; Vietnamese: lời tuyên thệ, lời thề; Welsh: llw; Yiddish: שבֿועה‎