ἀναπόμπιμος

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόμπιμος Medium diacritics: ἀναπόμπιμος Low diacritics: αναπόμπιμος Capitals: ΑΝΑΠΟΜΠΙΜΟΣ
Transliteration A: anapómpimos Transliteration B: anapompimos Transliteration C: anapompimos Beta Code: a)napo/mpimos

English (LSJ)

ον,

   A sent back, Luc.Luct. 10, D.C.62.2; of slaves, τοῖς κυρίοις -ους ποιεῖν D.S.14.96.    2 of trials, referred to a higher court, Luc.Eun.12, D.C.52.33, etc.

German (Pape)

[Seite 203] zurückgeschickt, aus der Unterwelt, Luc. Luct. 10; ἀναπ. ἐκπέμψαι τὴν δίκην, an eine höhere Instanz schicken, Luc. Eunuch. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόμπιμος: -ον, ὁ ἄνω ἢ ὀπίσωοἴκαδε πεμπόμενος, ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦνται Λουκ. π. Πένθ. 10, Δίων Κ. 62. 2. 2) ἐπὶ δίκης, ὁ ἐφεσιβαλλόμενος, ἀναπεμπόμενος εἰς ἕτερον δικαστήριον, ἔγνωσαν ἀναπόμπιμον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐκπέμψαι τὴν δίκην Λουκ. Εὐνοῦχ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 renvoyé;
2 déféré à une nouvelle juridiction (jugement).
Étymologie: ἀναπέμπω.