ἀναπόμπιμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A sent back, Luc.Luct. 10, D.C.62.2; of slaves, τοῖς κυρίοις -ους ποιεῖν D.S.14.96. 2 of trials, referred to a higher court, Luc.Eun.12, D.C.52.33, etc.
German (Pape)
[Seite 203] zurückgeschickt, aus der Unterwelt, Luc. Luct. 10; ἀναπ. ἐκπέμψαι τὴν δίκην, an eine höhere Instanz schicken, Luc. Eunuch. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόμπιμος: -ον, ὁ ἄνω ἢ ὀπίσω ἢ οἴκαδε πεμπόμενος, ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰς τὸν βίον ἀφικνοῦνται Λουκ. π. Πένθ. 10, Δίων Κ. 62. 2. 2) ἐπὶ δίκης, ὁ ἐφεσιβαλλόμενος, ἀναπεμπόμενος εἰς ἕτερον δικαστήριον, ἔγνωσαν ἀναπόμπιμον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐκπέμψαι τὴν δίκην Λουκ. Εὐνοῦχ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 renvoyé;
2 déféré à une nouvelle juridiction (jugement).
Étymologie: ἀναπέμπω.