ἀνήδυντος

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήδυντος Medium diacritics: ἀνήδυντος Low diacritics: ανήδυντος Capitals: ΑΝΗΔΥΝΤΟΣ
Transliteration A: anḗdyntos Transliteration B: anēdyntos Transliteration C: anidyntos Beta Code: a)nh/duntos

English (LSJ)

ον,

   A not sweetened or seasoned, Hp.Int.21, al., Arist.Pr. 925b18, etc.    2 metaph., Id.Pol.1340b16; ἀ. βραχυλογία Plu.Phoc. 5; ὕμνος Them.Or.18.218b; so, unpleasant, Hegesand.26; γυνή, φωνή, Plu.2.142b, 405d; ἦθος ἀ. πρὸς χάριν ib.799d.

German (Pape)

[Seite 228] ungewürzt, unangenehm, ἅλες, dem ἡδυσμένοι entgegengesetzt, Ath. IX, 366 b; γυνή Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήδυντος: -ον, ὁ μὴ ἡδυσμένος, μὴ ἠρτυμένος, μὴ καρυκευθείς, Λατ. inconditus, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 25, πιθαν. 20. 23, Ἀθήν. 564Α, κτλ. 2) μεταφ., δυσάρεστος, ἀηδής, ἀπεχθής, γυνή, φωνὴ Πλούτ. 2. 142Β, 405D: - ἦθος ἀν., πρὸς χάριν, αὐτόθι 799D. - Ἐπίρρ., ἀνηδύντως Μ. Ψελλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τόμ. Ε΄, σ. 401

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans agrément.
Étymologie: ἀ, ἡδύνω.